This shows you the differences between two versions of the page.
Both sides previous revision Previous revision Next revision | Previous revision | ||
el:magazines:traino:no_11:heroes [2020/08/31 12:22] no_name12 |
el:magazines:traino:no_11:heroes [2020/08/31 12:44] no_name12 |
||
---|---|---|---|
Line 2: | Line 2: | ||
**ΧΡΟΝΙΚΟ μιας ηθικής στάσης** | **ΧΡΟΝΙΚΟ μιας ηθικής στάσης** | ||
+ | |||
+ | --- | ||
//**Η ιστορία του Τ/Κ αντιρρησία Salih Askeroglou**// | //**Η ιστορία του Τ/Κ αντιρρησία Salih Askeroglou**// | ||
Line 151: | Line 153: | ||
**//Η ΚΟΡΟΥΑ ΤΗΣ ΦΟΙΝΙΤΖΙΑΣ// | **//Η ΚΟΡΟΥΑ ΤΗΣ ΦΟΙΝΙΤΖΙΑΣ// | ||
+ | Με την τραουθκιάν του ναζιάρικου Κυπριακού λόου, να φκαίνει μέσα που τα στήθκια του Μιχάλη, | ||
+ | Άρκεψεν να αγριεύκει η μουσική τζιαι το λαούτον έβρηξεν, | ||
+ | |||
+ | Τζ' ούλλοι εμείς τζιαμέ εχειροκροτούσαμεν τζιαι εχαϊδεύκαμεν την ράσιην του Σαλήχ τζιαι επαριορούσαμεντον. Τζιαι η κορούα της φοινιτζιάς επαριόραν μας εμάς. Τζι' | ||
Line 238: | Line 244: | ||
---- | ---- | ||
+ | // | ||
+ | |||
+ | // | ||
+ | |||
+ | //(Αυτό το κείμενο γράφτηκε από τη Γ ιώτα το φθινόπωρο του 1993 πριν της επιτραπεί να επιστρέφει | ||
+ | στο σπίτι της. Διατηρεί την επικαιρότητα και τη διαχρονικότητα του)// | ||
+ | |||
+ | Ψες το βράδυ ξαναβρεθήκαμε. Περπατήσαμε και πάλι στο γνωστό δρόμο της Αμμοχώστου, | ||
+ | |||
+ | Ήταν ένα παράξενο όνειρο Σαλίχ. Ήταν | ||
+ | λέει, σκοτεινά χωρίς φεγγάρι, | ||
+ | |||
+ | Μα εμείς δεν φοβόμασταν, | ||
+ | και σπρώχναμε το καροτσάκι της Μέλισσας. | ||
+ | Τότε μου είπες: “Τίποτα δεν θα μας χωρίσει”, | ||
+ | να είσαι σίγουρη. Κι’ εγώ Σαλίχ, σου έγνεψα καταφατικά, | ||
+ | |||
+ | Και μετά ξύπνησα... Και όλα χάθηκαν μονομιάς. | ||
+ | Βρέθηκα μόνη μου ξανά στο κρύο δωμάτιο. Και | ||
+ | θυμάμαι την αφετηρία της γνωριμίας μας. Εδώ | ||
+ | στη Λεμεσό, | ||
+ | |||
+ | Θυμάσαι τις ατέλειωτες τηλεφωνικές συνομιλίες μας; Λέγαμε τους φόβους, | ||
+ | τις επιθυμίες μας. Θυμάσαι αγάπη μου όταν οι | ||
+ | ελπίδες μας, κόντεψαν να γκρεμιστούν; | ||
+ | τότε που η αγάπη μας ήταν ύποπτη. Ύποπτη | ||
+ | για την Αστυνομία. Ύποπτη για όλους όσους | ||
+ | δεν έμαθαν να αγαπούν ποτέ. Μια αγάπη καταδικασμένη από την αρχή, με ημερομηνία λήξεως. Οι λέξεις αυτές ηχούσαν παράξενα τότε | ||
+ | στα αυτιά μας. Κατάσκοπος, | ||
+ | πληροφοριοδότης. Λόγια που μας τρυπούσαν | ||
+ | σαν αγκάθι στην καρδιά, | ||
+ | |||
+ | Και ήταν τότε που αποφασίσαμε ότι έπρεπε να | ||
+ | φύγουμε. Έπρεπε να σώσουμε, | ||
+ | τα όνειρα μας που δεν μπορούσαν να κτιστούν | ||
+ | εδώ. Ήμασταν δυο άνθρωποι με κοινή πατρίδα, | ||
+ | κάτω από τον ίδιο ουρανό αλλά κατατρεγμένοι | ||
+ | και κυνηγημένοι από παντού. | ||
+ | |||
+ | Απελπισμένοι τότε αγάπη μου, και χωρίς τη θέληση μας, αναγκαστήκαμε να πάμε στα κατεχόμενα. Στην πόλη όπου και οι δυο γεννηθήκαμνε και, που έμελλε αργότερα να γεννηθεί και η κόρη μας. | ||
+ | |||
+ | Τώρα σκέφτομαι ότι ποτέ μου δεν σκέφτηκα ότι | ||
+ | κάποτε θα είχα την ευκαιρία να δω την Αμμόχωστο. Πριν μερικά χρόνια, | ||
+ | ήταν απίθανη. Ίσως το πεπρωμένο να το θέλησε έτσι για να γεννηθεί και η Μέλισσα στην πόλη όπου γεννηθήκαμε κι εμείς. | ||
+ | |||
+ | Το ψεσινό μου όνειρο, | ||
+ | χρόνο, όταν πριν μερικούς μήνες, ήμασταν μαζί, με την πεποίθηση ότι τίποτε δεν θα μας χώριζε πια, και η αγάπη μας ήταν δεδομένη. | ||
+ | |||
+ | |||
+ | Ώσπου πήρες ένα λευκό χαρτί. Ρητά και ξεκάθαρα ζητούσε να καταταγείς στο στρατό. Και το χαμόγελο σου έσβησε και μια σκιά μελαγχολίας τυπώθηκε στο βλέμμα σου. Καθόσουν αμίλητος ώρες και σκεφτόσουν και κοιτούσες το κενό. | ||
+ | |||
+ | Ήταν απόγευμα όταν μου είπες την απόφαση | ||
+ | σου, να μην καταταγείς στο στρατό. Μου είπες | ||
+ | ότι δεν θα προδώσεις τον εαυτό σου, εμένα, | ||
+ | την αγάπη μας. Μου είπες ότι θα είχε συνέπειες, | ||
+ | εγώ σε αγκάλιασα και μείναμε έτσι για λίγο, και μια υποψία πέρασε από το μυαλό μου. Ήταν νομίζω κάποια προαίσθηση, | ||
+ | |||
+ | Εκείνο το απόγευμα της Δευτέρας, | ||
+ | κοντά μου με αποχαιρέτησες. Με κράτησες | ||
+ | κοντά σου... Μετά κοίταξες τη Μέλισσα τόσο | ||
+ | τρυφερά, | ||
+ | όπου έπρεπε να παραδοθείς. Ήθελα να τρέξω | ||
+ | πίσω σου να σου φωνάξω πόσο σ’ αγαπώ, μα | ||
+ | δεν ήταν δυνατό. | ||
+ | |||
+ | Δυο μέρες αργότερα η Τουρκική Αστυνομία με | ||
+ | έδιωξε. Θεωρώντας με υπεύθυνη για την άρνηση σου να καταταγείς στο στρατό. Τελικά | ||
+ | ούτε στη μια πλευρά της πατρίδας μας ούτε | ||
+ | στην άλλη μπόρεσε να επιζήσει η αγάπη μας. **Τα | ||
+ | μίση και οι διαφορές τους μας έκαναν τώρα να | ||
+ | ζούμε κάτω από τον ίδιο ουρανό τόσο κοντά ο | ||
+ | ένας στον άλλο, μα συγχρόνως τόσο μακρυά.** | ||
+ | |||
+ | Και νάμαι πάλι εδώ στην αφετηρία, | ||
+ | εσένα κοντά μου. | ||
+ | |||
+ | Περπατώ στους ίδιους δρόμους της Λεμεσού, | ||
+ | εκεί που συχνά βρεθόμασταν και περπατούσαμε μαζί, χέρι χέρι. Αλλά εσύ δεν είσαι | ||
+ | δω. Κοιτάζω γύρω μου, όλα είναι τα ίδια, τα ίδια | ||
+ | μέρη, τα ίδια πρόσωπα. Αλλά εσύ πουθενά. Και | ||
+ | σι ψευδαισθήσεις μου διαλύονται. | ||
+ | |||
+ | Παίρνω την αντίθετη κατεύθυνση, | ||
+ | Άλλη μια μέρα τέλειωσε. Χωρίς εσένα αγάπη | ||
+ | μου νοιώθω τόσο αδύναμη. Οι ελπίδες μου | ||
+ | νοιώθω ότι λιγοστεύουν. Αλλά όταν κοιτάζω τα | ||
+ | αθώα ματάκια της Μέλισσας διαβάζω μέσα τους | ||
+ | την ελπίδα. | ||
+ | |||
+ | Το χαμόγελο της τώρα μου θύμισε εσένα. Τα | ||
+ | βλέμμα της καρφώθηκε πάνω μου, σαν να θέλει | ||
+ | να με παρηγορήσει. | ||
+ | |||
+ | Μερικά μέτρα πίσω από μια πράσινη γραμμή | ||
+ | που μας χωρίζει βρίσκεσαι εσύ Σαλίχ. Και στην | ||
+ | άλλη πλευρά εγώ. Τόσο κοντά, μα τόσο μακριά | ||
+ | συγχρόνως. | ||
+ | |||
+ | Πριν μερικές μέρες ήρθα στη Λευκωσία, | ||
+ | στην πράσινη γραμμή. Ήξερα ότι μας χώριζε | ||
+ | απόσταση αναπνοής. Πόσο θα ήθελα να τρέξω | ||
+ | κοντά σου να φωνάξω σ' όλους πόσο σ' αγαπώ | ||
+ | πόσο μου λείπεις. | ||
+ | |||
+ | Αλλά η μεγάλη Πινακίδα απέναντι μου είναι | ||
+ | ρητή: Αλτ, απαγορεύεται η είσοδος. Προς τουρκοκυπριακές περιοχές. | ||
+ | |||
+ | ---- | ||
+ | |||
+ | //**ΤΟ ΤΟΥΡΚΑΚΙ, | ||
+ | |||
+ | Συμβαίνουν κι αυτά στη γη της λεμονιάς | ||
+ | και της χαράς. Έλλειψη δημοσιογράφων | ||
+ | και μαζικών μέσων ενημέρωσης. Και το | ||
+ | ρόλο τους, να ενημερώνουν τον κόσμο, | ||
+ | αναλαμβάνουν λογοτέχνες. Με μικρό παράπονο διαμαρτύρεται ο ποιητής: | ||
+ | αγνοήσαμε, | ||
+ | |||
+ | Όσοι έχουν ώτα για να ακούουν, | ||
+ | ενημέρωση από τον Κώστα Μόντη: Η τυφλή | ||
+ | γριά που παρέμεινε είκοσι χρόνια εγκλωβισμένη, | ||
+ | τις τελευταίες στιγμές της ζωής της, φώναζε με | ||
+ | αγωνία το μικρό Τουρκάκι που της έφερνε κάθε | ||
+ | μέρα φαγητό. | ||
+ | |||
+ | Πως μπορώ να σε φτάσω Τουρκάκι μου να σ’ | ||
+ | αγκαλιάσω και να σου πω: “Μακαρία η κοιλία η | ||
+ | βαστάσασά σε και οι μαστοί ους εθήλασας”. Κι | ||
+ | εσύ, εχθρός της πίστης μου, αγνοώντας τη | ||
+ | γλώσσα μου, θα καταλάβαινες τη γλώσσα της | ||
+ | αγάπης, | ||
+ | |||
+ | Αγωνιά ο ποιητής, | ||
+ | κάνουν κάτι. Και υπάρχουν τόσοι πολλοί | ||
+ | που μπορούν να κάνουν τόσα πολλά! Μπορεί ο πρώτος δημότης της Λευκωσίας να | ||
+ | κηρύξει οδικό έρανο, μπορεί η κ. Αγγελίδου | ||
+ | να κηρύξει έρανο στα σχολεία. Το προϊόν | ||
+ | θα είναι δείγμα ευγνωμοσύνης από ανώνυμους Ρωμιούς προς τον κλητήρα της Τρικωμίτισσας και μέτρο κατεδάφισης του μίσους μεταξύ Ρωμιού και Τούρκου. Μ’ ακούς Λάζαρε; | ||
+ | |||
+ | Όταν τις προάλλες η Τουρκάλλα μάνα μοίραζε | ||
+ | στη φυλακή το φαγητό που έφερνε για το γιο | ||
+ | της με το δικό μας μαθητή - σημαιοφόροι, | ||
+ | βρήκαμε δυο λόγια να της πούμε. Πάλι θα φανούμε μπόσικοι; | ||
+ | |||
+ | Και η κυρά Τρικωμίτισσα, | ||
+ | της που πάλευε με το θάνατο, | ||
+ | αγωνία το μικρό Τουρκάκι που της έφερνε | ||
+ | κάθε μέρα φαγητό. Φώναζε το παιδί μιας | ||
+ | Τουρκάλλας. Δε φώναζε κανένα από τα παιδιά της. | ||
+ | |||
+ | // | ||
+ | |||
+ | // | ||
+ | //**(από την εφημερίδα “Φιλελεύθερος”)**// | ||
+ | {{tag> Κατάσταση:" | ||
+ | " | ||
+ | " | ||
+ | Χρονιά:" | ||
+ | Τοποθεσίες: | ||
+ | Θέμα:" | ||
+ | " | ||
+ | Θέμα:" | ||
+ | }} |