This shows you the differences between two versions of the page.
Both sides previous revision Previous revision Next revision | Previous revision | ||
el:magazines:traino:no_11:jackdaniels [2020/08/13 15:28] no_name12 |
el:magazines:traino:no_11:jackdaniels [2020/08/13 16:15] no_name12 |
||
---|---|---|---|
Line 244: | Line 244: | ||
“Πιάστε μου τον να του δείξω εγώ ποια εν η | “Πιάστε μου τον να του δείξω εγώ ποια εν η | ||
Αναστασία”. | Αναστασία”. | ||
- | |||
Line 297: | Line 296: | ||
* * * | * * * | ||
+ | |||
+ | Λίγο πριν την τελική αναμέτρηση μεταξύ Πρώτου Άρχοντα και Θεού, η γιαγιά Αναστασία με | ||
+ | πλησιάζει και μου ξαναπαριθμεί τις απαιτήσεις | ||
+ | της. | ||
+ | |||
+ | “Κάτσε να δούμε πρώτα ποιος απ' τους δυο θα | ||
+ | νικήσει”, | ||
+ | τα νεύρα. | ||
+ | |||
+ | Με κοιτάζει με μάτια κουκουβάγιας. “Δεν μπορούσε να σε κάνει πιο έξυπνο ο τζύρης σου; | ||
+ | Μ’ αντικρούει η Αναστασία, | ||
+ | τα μάτια της από πάνω μου. | ||
+ | |||
+ | Καιρός να της τα ψάλλω, λέω από μέσα μου. Με | ||
+ | προλαβαίνει όμως αυτή, όπως πάντα. | ||
+ | |||
+ | “Είναι ρε δυνατόν, | ||
+ | του που τον Πρώτον Άρχοντα, | ||
+ | |||
+ | Η αλεπού τα ξέρει όλα, ή μάλλον νομίζει πως τα | ||
+ | ξέρει όλα. Τ’ αυτιά της, από το πολύ κερί που | ||
+ | ' | ||
+ | μπουκάλες κρασιού. Τι να της πω λοιπόν αυτής | ||
+ | της ξερακιανής γριάς, που χωρίς μασέλλα μοιάζει με γαλήνα και που θέλει σώνει και καλά να | ||
+ | με κάνει Πρώτο Άρχοντα; | ||
+ | στον Όλυμπο, | ||
+ | φωνή μου όλο εκείνο το κέρινο τείχος, | ||
+ | μας έχει βγάλει άτριχους κι ανίκανους. Άντε, να | ||
+ | συνεννοηθείς μαζί της. | ||
+ | |||
+ | Η Αναστασία δείχνει αποφασισμένη ν’ αντισταθεί μέχρι τέλους: | ||
+ | εσένα δεν σου πέφτει λόγος. Όταν σου λέω | ||
+ | εγώ πως θα σε κάμω Πρώτο Άρχοντα, | ||
+ | έγινε κιόλας. Γ' αυτόν, άκου ότι σου λαλώ τζιαι | ||
+ | σιώπα”. | ||
+ | |||
+ | Η κωλόγρια, | ||
+ | η γλώσσα της τη διάλεκτο πούναι απαγορευμένη από το κόμμα της. Αν την άκουγαν | ||
+ | οι συνεργάτες της να μιλά έτσι, ίσως να μην της | ||
+ | το συγχωρούσαν τόσο εύκολα αυτή τη φορά. | ||
+ | Αυτό πρέπει να τό χω υπόψη μου. | ||
+ | |||
+ | “Τι χαζεύεις, | ||
+ | |||
+ | Έρχεται η φωνή της Αναστασίας σαν τούβλο | ||
+ | κατευθείαν στο κεφάλι μου. Και μετά: “Θέλω να | ||
+ | μου υποσχεθείς πως μόλις, μα μόλις ορκιστείς | ||
+ | Πρώτος Άρχοντας, | ||
+ | μοψήφισμα ν’ απαλλαγεί το κράτος που το | ||
+ | πτώμα του Λένιν...” | ||
+ | |||
+ | “Πάλε αυτός ο Λένιν...” | ||
+ | |||
+ | “Σκασμός! Να τον κάψουν ρε αν θέλουν ή να | ||
+ | τον θάψουν, | ||
+ | |||
+ | “Κι εγώ τι θα κερδίσω αν κάμω όλα αυτά που | ||
+ | ζητάς; | ||
+ | να ξεράσω απάνω στη ξεθωριασμένη μαύρη της | ||
+ | ποδιά που την κρύβει απ' άκρη σ’ άκρη. Ολόιδια | ||
+ | μαύρη γαλήνα, | ||
+ | |||
+ | Άκου να τον κάμουν κομ-μα-τού-θκια να τον | ||
+ | πουλούν! Αλήθεια, | ||
+ | |||
+ | Την κοιτάζω και σκέφτομαι πόση ώρα θ' άντεχαν μαζί της άλλοι θεοί που κατέβηκαν μεταμφιεσμένοι. Φαντάσου να ' | ||
+ | νευρικού θεού η Αναστασία για γιαγιά. Θα την | ||
+ | έκανε κουτσουκούτα και θα την έριχνε μέσα σε | ||
+ | κανένα υπόνομο πριν περάσουν πέντε λεπτά. | ||
+ | |||
+ | “Άααα το πουλάκι μου!” ξεφωνίζει η Αναστασία. | ||
+ | “Βλέπω ξέρεις να χρησιμοποιάς το μυαλουδάκι | ||
+ | σου άμα θέλεις. Και τόσο καιρό μου τό παιζες | ||
+ | υπεράνω συμφέροντος όπως ο κακομοίρης ο | ||
+ | παππούς σου, που χαράμισε μια ζωή για το καλό | ||
+ | του δημοσίου συμφέροντος, | ||
+ | τον”. (Το φανταζόμουν πως τον μισούσε αυτή | ||
+ | τον άντρα της. Αλλά άλλοι τους φταίνε κι άλλοι | ||
+ | πληρώνουν, | ||
+ | Γι’ αυτό πληρώνουν τα παιδιά ή τα εγγόνια | ||
+ | τους, εξαρτάται). | ||
+ | |||
+ | “Τι θέλεις, | ||
+ | χρέη σου επειδή σου εγούσταρε να ζεις σαν τον | ||
+ | πρίγκηπα του παραμυθκιού; | ||
+ | μου. Νομίζεις πως εν μπορώ; Πέμου πόσα θέλεις να σου γράψω τώρα αμέσως επιταγή”. | ||
+ | |||
+ | “Άκου γιαγιά. Δεν θέλω τα λεφτά σου”. | ||
+ | |||
+ | “Εγωίσταρε”! | ||
+ | |||
+ | “Γιαγιά, | ||
+ | μου εξηγήσεις γιατί ... ΕΝ ... στο σέρι σου να με | ||
+ | κάμεις Πρώτο Άρχοντα...” | ||
+ | |||
+ | “Άτε πάλε”, | ||
+ | |||
+ | “το δεύτερο. Το δεύτερο, | ||
+ | για να δεκτώ να παρουσιαστώ στη δεξίωση που | ||
+ | ξέρω πως ετοιμάζεις για χάρη μου θέλω να μου | ||
+ | υποσχεθείς πως αντί σαμπάνια, | ||
+ | Jack Daniel' | ||
+ | |||
+ | “Ίντα πράμα; | ||
+ | |||
+ | “Άσε, που ...ΕΝ... νάρθει ώρα εξηγώ σου”. | ||
+ | |||
+ | “Πάντως ό,τι τζιαν έμαθες στην Αμερική, | ||
+ | μου, εξέμαθες τη γλώσσα σου... Τελοσπάντων, | ||
+ | εν ήταν μες τα σκέδια να σου το πω, αμμά τώρα | ||
+ | που βλέπω πως σκέφτεσαι, | ||
+ | Τον Πρώτο Άρκοντα έβαλα μι-στω-τούς να τον | ||
+ | παίξουν...” | ||
+ | |||
+ | “Τί; Πότε; Πού; | ||
+ | |||
+ | “Τη νύκτα σαν τζοιμάται”. | ||
+ | |||
+ | “Πριν γίνει ο αγώνας”. | ||
+ | |||
+ | “Πριν, | ||
+ | |||
+ | (Κωλόγρια, | ||
+ | |||
+ | “Ίντα εκό-τσίνησες έτσι, ρε”; | ||
+ | |||
+ | (Πάει, ετέλειωσε, | ||
+ | Όλυμπο). | ||
+ | |||
+ | “Όσο για το άλλο πράμα που θέλεις στη δε- | ||
+ | ξίωση, εν ηξέρω ίντα πούνει”, | ||
+ | ακάθεκτη, | ||
+ | σου το φέρω, εν έσ-σιει πρόβλημα”. | ||
+ | |||
+ | “Ναι, ναι”, λέω εγώ καθώς αυτή αυτοϋπνωτίζεται για άλλη μια φορά. | ||
+ | |||
+ | |||
+ | Ευκαιρία, | ||
+ | |||
+ | * * * | ||
+ | |||
+ | Ντύνομαι σαν Τσιγγάνα κούκλα και βγαίνω | ||
+ | στους δρόμους του Τελ Αβίβ. Ξέρω πως αργά ή | ||
+ | γρήγορα θα πέσω απάνω σε κανένα μεταμφιεσμένο θεό σε τούτη την πόλη. Εδώ τα | ||
+ | στοιχήματα δίνουν και παίρνουν. Άσε που το | ||
+ | Τελ Αβίβ έχει τέτοιο γλέντι που πολλοί θεοί και | ||
+ | ημίθεοι κατεβαίνουν εδώ για να σπάσουν λίγο | ||
+ | τη μονοτονία του Ολύμπου. | ||
+ | |||
+ | Σε κάποιο πεζοδρόμιο, | ||
+ | εκεί που σταματώ για να διασταυρώσω, | ||
+ | ένας γύρω στα εικοσιπέντε, | ||
+ | τριανταπέντε. | ||
+ | |||
+ | “Μόνη τέτοια ώρα, δεσποινίς”; | ||
+ | |||
+ | Από ευγένεια, | ||
+ | εγώ τους μελετώ εξονυχιστικά μήπως και μου | ||
+ | επιφυλάσσουν παγίδα. | ||
+ | |||
+ | “Ναι!” συμπληρώνει ο οδηγός του αμαξιού, | ||
+ | σκύβοντας απάνω στο συνοδηγό για να με δει | ||
+ | καλύτερα. | ||
+ | |||
+ | Τα παιδιά φαίνονται ακίνδυνα. Απλοί θνητοί κι’ | ||
+ | οι δυο τους. “Εξαρτάται από που θα με συνοδεύσετε, | ||
+ | είμαι καινούργια στην πόλη σας και δεν θα | ||
+ | ' | ||
+ | |||
+ | “Εκεί που πάμε, δεν θα βρεις καλύτερα”, | ||
+ | διαβεβαιώνει ο νεότερος της παρέας που | ||
+ | κρατά και το τιμόνι. | ||
+ | |||
+ | Μετά από μερικούς σταθμούς σε διάφορα μπαράκια του Τελ Αβίβ, οι δυο τους εισηγούνται να | ||
+ | πάμε κάπου για χορό. Εγώ αυτό περίμενα ν’ | ||
+ | ακούσω. | ||
+ | |||
+ | Σε λίγο, φτάνουμε σε μια ξεμοναχιασμένη, | ||
+ | Στο υπόγειο μιας τέτοιας κατοικίας βρίσκεται | ||
+ | μια δισκοθήκη. Στην είσοδο της, στέκουν δυο-τρεις πετσινο-ντυμένες αγριόφατσες που θα | ||
+ | μας σταμπάρουν το χέρι αφού πρώτα πληρώσουμε. Τα παιδιά είναι πολύ γενναιόδωρα, | ||
+ | δεν μ’ αφήνουν να πληρώσω τίποτα. | ||
+ | |||
+ | Από τη στιγμή, | ||
+ | μέσα μου τη χαρά που νοιώθω. | ||
+ | |||
+ | Οι δυο συνοδοί μου όμως, δεν φαίνονται και | ||
+ | τόσο ενθουσιασμένοι. Ίσως άρχισαν να υποπτεύονται πως δεν πρόκειται να μείνω μαζί | ||
+ | τους. Εδώ μέσα σίγουρα θα με χάσουν. Αφού | ||
+ | πριν καν προσεγγίσω την πίστα, έλαβα τρεις ή | ||
+ | τέσσερις προσκλήσεις, | ||
+ | τόσα, ίσως και παραπάνω, | ||
+ | |||
+ | Στέκομαι στην άκρη της πίστας και χαζεύω. Θαμώνες όλων των ειδών και ποιοτήτων χορεύουν | ||
+ | στο ρυθμό μιας καταπληκτικής μουσικής. Που | ||
+ | τέτοιο γλέντι στον Όλυμπο. | ||
+ | |||
+ | “Με συγχωρείτε”, | ||
+ | “νομίζω πως σας ξέρω από κάπου”. | ||
+ | |||
+ | Έχει μια φωνή ο κερατάς που τραντάζει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Δυο μέτρα γκόμενος, | ||
+ | πρώτη του κουβέντα, | ||
+ | έτσι δεν του δίνω και πολύ σημασία. | ||
+ | |||
+ | “Ναι, σίγουρα, | ||
+ | γνώριμα”, | ||
+ | |||
+ | |||
+ | Αυτά τα θνητά κομπλιμέντα μου τη δίνουν. | ||
+ | Καμιά σημασία λοιπόν στον κύριο. | ||
+ | |||
+ | “Αυτό το γλυκό χαμόγελο πως θα μπορούσα να | ||
+ | το ξεχάσω”. Ατού αυτός. | ||
+ | |||
+ | Οπόταν το πράμα αρχίζει να φτηνίζει πολύ και | ||
+ | σηκώνομαι να φύγω. Τότε αυτός με αρπάζει | ||
+ | ξαφνικά και κοιταζόμαστε για μια στιγμή. Ύστερα, | ||
+ | απέναντι του σε πλήρη αμηχανία. | ||
+ | |||
+ | “Πολύ σου πάει το φουστανάκι, | ||
+ | που θάπρεπε ν’ αφήσεις καμιά τραβεστί με | ||
+ | πείρα να σε μακιγιάρει”, | ||
+ | κούκλα”. | ||
+ | |||
+ | Και τότε, μου κλείνει το ένα μάτι και προσθέτει: | ||
+ | “Τί θάλεγες για ένα Jack Daniel' | ||
+ | |||
+ | Βρε την πονηρούλα τη θεά Αγνώστων Ιδιοτήτων, | ||
+ | λεβέντης γκόμενος κι’ εγώ πρώτης τάξεως Ανατολίτικο μανούλι! | ||
+ | |||
+ | “Μπράβο”, | ||
+ | μέσα σου. Πώς νοιώθεις λοιπόν εκείνο το | ||
+ | πράμα που κρέμμεται απ' τα σκέλη σου. Σ’ αρέσει, | ||
+ | |||
+ | Σειρά μου να γελάσω. Εδώ που είμαστε, | ||
+ | τύποι είναι περιττοί. | ||
+ | |||
+ | Έτσι λοιπόν, | ||
+ | λίγο, έτσι για να παραπλανήσουμε τυχόν κατασκόπους, | ||
+ | και τα λέμε. Της ζητώ να κάνει κάτι για να κερδίσουμε το στοίχημα, | ||
+ | τις περιπέτειες μου, πως έμπλεξα με την Αναστασία, | ||
+ | |||
+ | Η θεά αρχίζει να δείχνει εκνευρισμένη. Φαίνεται να γνωρίζει την Αναστασία. | ||
+ | |||
+ | “Πάμε να φύγουμε από δω μέσα, κούκλα”, | ||
+ | παροτρύνει ο γκόμενος. “Πάμε κάπου πιο | ||
+ | ήρεμα, να μπορέσουμε να γνωριστούμε καλύτερα”. | ||
+ | |||
+ | Πολύ πειστικός γκόμενος η θεά. | ||
+ | |||
+ | Κι’ εγώ δεν τα πηγαίνω άσχημα. Σαν καλή τσιγγάνα που είμαι, του ζητώ να με περιμένει στην | ||
+ | είσοδο- πρέπει πρώτα να αποχαιρετήσω τους | ||
+ | δυο μου συνοδούς. | ||
+ | |||
+ | “Μην αργήσεις”, | ||
+ | |||
+ | Λίγο αργότερα, | ||
+ | δίπλα στον παραλιακό δρόμο του Τελ Αβίθ. | ||
+ | Εκεί, η θεά μου εξηγεί πως η Αναστασία δεν | ||
+ | είναι και τόσο θγητή όσο νομίζω. | ||
+ | |||
+ | “Είναι τουλάχιστον ημίθεα. Μπορεί και νάχει | ||
+ | γίνει θεά, δεν είμαι βέβαιη”. | ||
+ | |||
+ | “Βέβαιος! είσαι γένος αρσενικού τώρα”, | ||
+ | υπενθυμίζω, | ||
+ | |||
+ | “Βέβαιη!” φωνάζει αγριεμένα η θεά, “τι πάει να | ||
+ | πει δεν ήσουν βέβαιη όταν ήρθες μαζί μου”. | ||
+ | |||
+ | “Έτσι μπράβο”, | ||
+ | ανέμελο, | ||
+ | |||
+ | Όταν μας βλέπει εμάς, χωρίς όμως να μπορεί | ||
+ | να μας μυριστεί - αφού οι θεοί είναι άοσμοι - | ||
+ | σαστίζει κ' αρχίζει να γαυγίζει. | ||
+ | |||
+ | “Πάμε να φύγουμε από δω προτού γίνουμε | ||
+ | θέαμα και μας πάρουν είδηση άλλοι θεοί”. | ||
+ | |||
+ | Η θεά φαίνεται πολύ ανήσυχη. | ||
+ | |||
+ | “Πρέπει να πάω πίσω αμέσως”, | ||
+ | ύστερα, | ||
+ | μείνεις εδώ, εγγονός της Αναστασίας, | ||
+ | κάνεις ό,τι σου λέει μέχρι να ξεδιαλύνω τη γνησιότητα του...” | ||
+ | |||
+ | “Του bourbon”, ευτυχώς την προλαβαίνω. Αν | ||
+ | έλεγε του στοιχήματος, | ||
+ | |||
+ | “Του ποιου”; | ||
+ | |||
+ | |||
+ | “Του Jack Daniel' | ||
+ | ύστερα). | ||
+ | |||
+ | “Ναι, ναι. Πρέπει να φύγω τώρα αμέσως. Θα | ||
+ | πάμε πίσω στη γειτονιά της δισκοθήκης, | ||
+ | ετοιμαστώ”, | ||
+ | |||
+ | Σε λίγο, ενώ αυτή βγάζει τη θνητή της περιβολή | ||
+ | για ν’ ανέβει πίσω στον Όλυμπο, | ||
+ | Αναστασίας, | ||
+ | γούσταρα σαν γκόμενο. ΚΓ αυτή, λίγο πριν | ||
+ | χαθεί μέσα στα σύννεφα, | ||
+ | |||
+ | “Δεν τέλειωσα ακόμη μαζί σου, κούκλα”. | ||
+ | |||
+ | * * * | ||
+ | |||
+ | “Που εγύριζες ούλλη νύκτα, ανεπρόκοπε; | ||
+ | μαλώνει το επόμενο πρωί η Αναστασία. “Ούλλα | ||
+ | τα μαθαίνω, | ||
+ | |||
+ | Θέλω να της πω να σκάσει και να πάει στο διάολο, | ||
+ | δεν ήμουν συνηθισμένος. | ||
+ | |||
+ | “Πρόσεξε πολλά καλά. Που δαμέ τζιαι να πάει | ||
+ | εν να κάμνεις ότι σου λαλώ εγώ.”. (Παράξενο, | ||
+ | αυτό μου τό πε κι’ η θέα)! “Τζιαι πρώτα - πρώτα | ||
+ | εν να κόψεις ούλλην τζίνην την ασουλούππωτην μαλλούππα τζιαι να γενείς άδρωπος...” | ||
+ | |||
+ | |||
+ | Πάει, λοιπόν, | ||
+ | θνητότητας της. Και θεά νά' ναι, με τέτοια διάλεκτο δε νομίζω να επιστρέφει στον Όλυμπο. | ||
+ | |||
+ | |||
+ | “Γιαγιά”, | ||
+ | άλλο εκτός από γιαγιά μπορεί να είναι αυτή η | ||
+ | μουμιασμένη υπόσταση με καμπούρα σε σχήμα | ||
+ | φτυαριού. | ||
+ | |||
+ | “Σταμάτα να μου γλυκομιλάς, | ||
+ | πεμου ποιον είδες εψές”, | ||
+ | |||
+ | “Ωραία, | ||
+ | |||
+ | |||
+ | “Σκάσε, | ||
+ | ρωτά αν μας είδε κανένας άλλος. | ||
+ | |||
+ | “Τι κι’ αν μας είδε κανένας...” | ||
+ | |||
+ | “Ρε αθεόφοβε”, | ||
+ | σημείο που αρχίζει να ακούεται σαν μια μακρινή | ||
+ | φωνή μέσα στα παράσιτα ενός τηλεοπτικού | ||
+ | σταθμού πού' | ||
+ | ό,τι λαλώ εγιώ, ει-δε-μί εννά σε πε-τά-ξω έξω | ||
+ | να σε φάν οι σσί-λοι...”, | ||
+ | |||
+ | Με τέτοιους εκβιασμούς, | ||
+ | να τα βγάλει πέρα με την Αναστασία; | ||
+ | λοιπόν, | ||
+ | πρώτα απ' όλα η δεξίωση. Μάλιστα, | ||
+ | υποδείξει ποιος άλλος; | ||
+ | |||
+ | “Και εις ανώτερα, | ||
+ | Πρώτο Άρχοντα, | ||
+ | βγαίνε θα μας έκανες όλους ρεζίλι. Γ' αυτό | ||
+ | πάψε τους εκφοβισμούς σου, κωλόγρια, | ||
+ | τι θέλω από εσένα”. | ||
+ | |||
+ | Η γιαγιά σαν νά' χει πάθει ηλεκτροσόκ απάνω | ||
+ | στου τελευταίου τύπου αναπηρική της καρέκλα. | ||
+ | |||
+ | “Πα-πα-παρ...”, | ||
+ | θέλει να πει μπάσταρδε αλλά η φωνή της δεν | ||
+ | βγαίνει. | ||
+ | |||
+ | “Τίποτα δεν βγαίνει πια, γιατί προσπάθησες να | ||
+ | παίξεις το φασιστικό σου παιχνίδι πάνω μου, νομίζοντας πως πάντα κερδά αυτός που φωνάζει | ||
+ | παραπάνω. Να τώρα που την έπαθες επειδή εγώ | ||
+ | δεν είμαι σαν τον κωλόγερο τον άντρα σου που | ||
+ | σε περνούσε για σάρκα υπηρεσίας κι εσύ, αντί | ||
+ | να ξεσπάς πάνω του, τα ' | ||
+ | |||
+ | Αυτό ήταν. Η γιαγιά Αναστασία παθαίνει αμόκ. | ||
+ | Καταπίνει τη μασέλα της, εγείρεται απ' την αναπηρική της καρέκλα και πέφτει μπρούμυτα | ||
+ | μπροστά στα πόδια μου. | ||
+ | |||
+ | “Με θέλεις Πρώτο Άρχοντα, | ||
+ | γεύση από Πρώτο Άρχοντα”. | ||
+ | |||
+ | Τα χείλη της κινούνται απεγνωσμένα σαν να θέλουν να με δαγκώσουν αντί αυτού, σχηματίζουν | ||
+ | τη λέξη κα-τα-λα-μέ-νε. | ||
+ | |||
+ | “Μπρος ετοιμάσου για τη δεξίωση, | ||
+ | |||
+ | “Κύλε! Κύλε!...” | ||
+ | |||
+ | * * * | ||
+ | |||
+ | |||
+ | Και φτάνουμε αισίως στη νύκτα της δεξίωσης. | ||
+ | Μια νύκτα γεμάτη αποκαλύψεις αφού Θεοί, | ||
+ | Θεές, Ημίθεοι και Ημίθεες ενώνονται με τους | ||
+ | θνητούς σ’ ένα ξέφρενο παλμό, που δημιουργείται μέσα απ' την αγωνία για τ’ αποτέλεσμα κάποιου παλιού, | ||
+ | στοιχήματος. | ||
+ | |||
+ | Ο Πρώτος Άρχοντας θα βρέθει σε λίγο αντιμπετωπος με το Θεό που αναζητεί. Βαλτοί κι' απ΄ τις δυο παρατάξεις κραυγάζουν συνθήματα που φτάνουν στα αυτιά μου σαν φράσεις που ακούει κανείς σε αγώνες ιπποδρομίας: | ||
+ | |||
+ | Η γιαγιά Αναστασία, | ||
+ | δεξίωση, | ||
+ | καθιστή στην αναπηρική της, μοιάζει με επιτάφιο δίχως άνθη. Ο προσωπάρχης της | ||
+ | βρήκε την τέλεια λύση για το χάσιμο της | ||
+ | φωνής της. Αφού δωροδοκήθηκε από τον | ||
+ | υποφαινόμενο εγγονό της, της ετοίμασε μια | ||
+ | κασέτα με πρώτης τάξεως “καθαρευουσιάνικα”. Με τη βοήθεια ενός μοχλού που βρίσκεται κρυμμένος στο μανίκι | ||
+ | της θα μπορεί να κάνει όλο το διάλογο που | ||
+ | χρειάζεται για να τα βγάλει πέρα με όλους | ||
+ | τους καλεσμένους της. | ||
+ | |||
+ | Δυστυχώς όμως, ο προσωπάρχης της, καθότι | ||
+ | βλήμα, ξέχασε να αποφύγει τα γένη αρσενικού | ||
+ | και θηλυκού. Κι έτσι, το πρώτο πρόβλημα παρουσιάζεται όταν καταφθάνει η Πρέσβειρα των | ||
+ | Ηνωμένων Πολιτειών. Η γιαγιά πατά το μοχλό | ||
+ | κ' αρχίζει να παίζει το μαγνητόφωνο: | ||
+ | ήρθατε κύριε Πρεσβευτά. Μεγάλη μας τιμή...” | ||
+ | κ.ο.κ. | ||
+ | |||
+ | Η Πρέσβειρα, | ||
+ | εμφάνιση της Αναστασίας, | ||
+ | της, γεμάτη αμηχανία. Ένας απ' αυτούς - ουρανοξύστης ο άτιμος - προσπερνά την Πρέσβειρα, | ||
+ | |||
+ | |||
+ | Η γιαγιά αγαλλιάζεται απ' την παρουσία τέτοιου παίδαρου, | ||
+ | την έχει πει αναισθησία! | ||
+ | |||
+ | “Παρακαλώ, | ||
+ | ξανά το μαγνητόφωνο της Αναστασίας. | ||
+ | |||
+ | Κ' η Πρέσβειρα με τη συνοδεία | ||
+ | της κατευθύνεται προς το πίσω | ||
+ | μέρος του σπιτιού όπου οι πα- | ||
+ | ρευρισκόμενοι απολαμβάνουν νόστιμα εδέσματα - μεταξύ άλλων | ||
+ | και ψητό κόκκορα απ' τα ίδια τα | ||
+ | χέρια της γιαγιάς. | ||
+ | |||
+ | (Τώρα, φτάνουμε στο παρα-πέντε | ||
+ | των αποκαλύψεων που μπορώ να | ||
+ | πω θα ζήλευε ακόμη κι’ ο Άγιος Ιωάννης). Η γιαγιά, | ||
+ | ακολουθεί την Πρέσβειρα και τους συνοδούς της | ||
+ | και σε λίγο ξαναπατά το μοχλό. Το μαγνητόφωνο, | ||
+ | που βρίσκεται κρυμμένο κάτω απ' τη φούστα της | ||
+ | αρχίζει να παίζει άλλη μια φορά: “Θα μας κάνετε | ||
+ | την τιμήν να δοκιμάσετε τα εδέσματα μας και να | ||
+ | πιείτε εις υγιείαν του νέου Πρώτου Άρχοντος | ||
+ | ένα Τζοκ Ντάνιελ! | ||
+ | |||
+ | Ακούγοντας αυτό η Πρέσβειρα, | ||
+ | έδαφος απ' το γέλιο, και λίγο αργότερα πέφτει | ||
+ | από πάνω της η γιαγιά Αναστασία, | ||
+ | μεταξύ ξυπνήσει απ' τα χάχανα της πρώτης. | ||
+ | Και σαν να μην έφτανε αυτό, η γριά επαναβρίσκει τη χαμένη της φωνούλα, | ||
+ | |||
+ | “Ποια νομίζεις πως είσαι, σκύλλα”, | ||
+ | τίποτε παραπάνω”. | ||
+ | |||
+ | “Πουτάνα”! | ||
+ | |||
+ | Και δώστου δαγκωματιές η Αναστασία, | ||
+ | που της βγαίνει η μασέλα πάνω στη σάρκα της | ||
+ | λιπόθυμης Πρέσβειρας. | ||
+ | |||
+ | “Κύ-λα! Κύ-λα”! | ||
+ | |||
+ | * * * | ||
+ | |||
+ | |||
+ | Κανένας από εμάς δεν μπορούσε να τη γλυτώσει απ' τα χέρια της Αναστασίας. Μόνο ο Δίας | ||
+ | μπορούσε. Γιατί στην πραγματικότητα, | ||
+ | οποία επήδησε ο Δίας ο καραπουτζουκλής και | ||
+ | εγέννησε, | ||
+ | Πρώτος Άρχοντας της Γης... | ||
+ | |||
+ | “Ακούσε εκεί Κάστωρ, | ||
+ | ταν” ψυθιρίζω κι’ έπειτα αρχίζω να γελώ. | ||
+ | |||
+ | Οπόταν αρχίζει ένας δεύτερος τρικούβερτος | ||
+ | καυγάς. Μόνο που αυτή τη φορά, θύτης είναι ο | ||
+ | Πρώτος Άρχοντας και θύμα του, εγώ! | ||
+ | |||
+ | Κερατάδες θεοί, σώβρακο δεν έχετε να φορέσετε, | ||
+ | Ας πάρει, λοιπόν, | ||
+ | Έτσι, για να σας δω να χάνετε κι εσείς μια | ||
+ | φορά. Εγώ προτιμώ να μείνω εδώ πέρα, ακόμη | ||
+ | κι’ αν πρέπει να κρατήσω την υπόσχεση μου | ||
+ | στην κωλόγρια να ξε-ταριχεύσω τον Λένιν. Άλλωστε, | ||
+ | ---- | ||
+ | (Στο επόμενο τεύχος: | ||
+ | |||
+ | {{tag> Κατάσταση:" | ||
+ | " | ||
+ | " | ||
+ | Χρονιά:" | ||
+ | Τοποθεσίες: | ||
+ | }} | ||