el:magazines:traino:no_11:jackdaniels

Differences

This shows you the differences between two versions of the page.

Link to this comparison view

Both sides previous revision Previous revision
Next revision
Previous revision
Last revision Both sides next revision
el:magazines:traino:no_11:jackdaniels [2020/08/13 15:32]
no_name12
el:magazines:traino:no_11:jackdaniels [2020/08/13 16:15]
no_name12
Line 382: Line 382:
 πρίγκηπα του παραμυθκιού; Να το κάμω, γιόκα  πρίγκηπα του παραμυθκιού; Να το κάμω, γιόκα 
 μου. Νομίζεις πως εν μπορώ; Πέμου πόσα θέλεις να σου γράψω τώρα αμέσως επιταγή”.  μου. Νομίζεις πως εν μπορώ; Πέμου πόσα θέλεις να σου γράψω τώρα αμέσως επιταγή”. 
 +
 +“Άκου γιαγιά. Δεν θέλω τα λεφτά σου”. 
 +
 +“Εγωίσταρε”! 
  
 “Γιαγιά, δυο πράγματα θέλω που σένα. Θέλω να  “Γιαγιά, δυο πράγματα θέλω που σένα. Θέλω να 
 μου εξηγήσεις γιατί ... ΕΝ ... στο σέρι σου να με  μου εξηγήσεις γιατί ... ΕΝ ... στο σέρι σου να με 
 κάμεις Πρώτο Άρχοντα...”  κάμεις Πρώτο Άρχοντα...” 
 +
 +“Άτε πάλε”, μουρμουρά η κωλόγρια. 
 +
 +“το δεύτερο. Το δεύτερο, γιαγιά, είναι πως 
 +για να δεκτώ να παρουσιαστώ στη δεξίωση που 
 +ξέρω πως ετοιμάζεις για χάρη μου θέλω να μου 
 +υποσχεθείς πως αντί σαμπάνια, θα σερβίρεις 
 +Jack Daniel's”.
 +
 +“Ίντα πράμα;” 
 +
 +“Άσε, που ...ΕΝ... νάρθει ώρα εξηγώ σου”. 
 +
 +“Πάντως ό,τι τζιαν έμαθες στην Αμερική, γιόκα 
 +μου, εξέμαθες τη γλώσσα σου... Τελοσπάντων, 
 +εν ήταν μες τα σκέδια να σου το πω, αμμά τώρα 
 +που βλέπω πως σκέφτεσαι, εν να σου το πω: 
 +Τον Πρώτο Άρκοντα έβαλα μι-στω-τούς να τον 
 +παίξουν...” 
 +
 +“Τί; Πότε; Πού;!!!” 
 +
 +“Τη νύκτα σαν τζοιμάται”. 
 +
 +“Πριν γίνει ο αγώνας”. 
 +
 +“Πριν, γιόκα μου, πριν, μιαν τζιαι καλήν να ξυμπερτέφκουμεν που λλόουτου.” 
 +
 +(Κωλόγρια, Κωλό-γρια, ΚΩΛΟΓΡΙΑ!) 
 +
 +“Ίντα εκό-τσίνησες έτσι, ρε”; 
 +
 +(Πάει, ετέλειωσε, πρέπει να ειδοποιήσω τον 
 +Όλυμπο). 
 +
 +“Όσο για το άλλο πράμα που θέλεις στη δε- 
 +ξίωση, εν ηξέρω ίντα πούνει”, συνεχίζει αυτή 
 +ακάθεκτη, “αμμά αν τόχουν τα μαχαζιά εν να 
 +σου το φέρω, εν έσ-σιει πρόβλημα”. 
 +
 +“Ναι, ναι”, λέω εγώ καθώς αυτή αυτοϋπνωτίζεται για άλλη μια φορά. 
 +
 +
 +Ευκαιρία, λοιπόν να δραπετεύσω! 
 +
 +* * * 
 +
 +Ντύνομαι σαν Τσιγγάνα κούκλα και βγαίνω 
 +στους δρόμους του Τελ Αβίβ. Ξέρω πως αργά ή 
 +γρήγορα θα πέσω απάνω σε κανένα μεταμφιεσμένο θεό σε τούτη την πόλη. Εδώ τα 
 +στοιχήματα δίνουν και παίρνουν. Άσε που το 
 +Τελ Αβίβ έχει τέτοιο γλέντι που πολλοί θεοί και 
 +ημίθεοι κατεβαίνουν εδώ για να σπάσουν λίγο 
 +τη μονοτονία του Ολύμπου. 
 +
 +Σε κάποιο πεζοδρόμιο, λοιπόν, του Τελ Αβίβ, 
 +εκεί που σταματώ για να διασταυρώσω, σταματά ένα αμάξι με δύο άντρες μέσα, νεαρούς, ο 
 +ένας γύρω στα εικοσιπέντε, ο άλλος τριάντα, 
 +τριανταπέντε. 
 +
 +“Μόνη τέτοια ώρα, δεσποινίς”; ρωτά ο συνοδηγός. “Δεν θάταν καλύτερα"* να σας συνοδεύσουμε κάπου”; 
 +
 +Από ευγένεια, το παιδί πρωτεύει. Καλού κακού, 
 +εγώ τους μελετώ εξονυχιστικά μήπως και μου 
 +επιφυλάσσουν παγίδα. 
 +
 +“Ναι!” συμπληρώνει ο οδηγός του αμαξιού, 
 +σκύβοντας απάνω στο συνοδηγό για να με δει 
 +καλύτερα. 
 +
 +Τα παιδιά φαίνονται ακίνδυνα. Απλοί θνητοί κι’ 
 +οι δυο τους. “Εξαρτάται από που θα με συνοδεύσετε,” απαντώ τέλος εγώ. “Βλέπετε, 
 +είμαι καινούργια στην πόλη σας και δεν θα 
 +'λεγα όχι σε μια περιήγηση”. 
 +
 +“Εκεί που πάμε, δεν θα βρεις καλύτερα”, με 
 +διαβεβαιώνει ο νεότερος της παρέας που 
 +κρατά και το τιμόνι. 
 +
 +Μετά από μερικούς σταθμούς σε διάφορα μπαράκια του Τελ Αβίβ, οι δυο τους εισηγούνται να 
 +πάμε κάπου για χορό. Εγώ αυτό περίμενα ν’ 
 +ακούσω. 
 +
 +Σε λίγο, φτάνουμε σε μια ξεμοναχιασμένη, ακατοίκητη γειτονιά γεμάτη δυόροφες και τριόροφες κατοικίες δίχως πόρτες και παράθυρα. 
 +Στο υπόγειο μιας τέτοιας κατοικίας βρίσκεται 
 +μια δισκοθήκη. Στην είσοδο της, στέκουν δυο-τρεις πετσινο-ντυμένες αγριόφατσες που θα 
 +μας σταμπάρουν το χέρι αφού πρώτα πληρώσουμε. Τα παιδιά είναι πολύ γενναιόδωρα, 
 +δεν μ’ αφήνουν να πληρώσω τίποτα. 
 +
 +Από τη στιγμή, λοιπόν, που μπαίνω μέσα στη δισκοθήκη, το μυρίζομαι. Εδώ υπάρχουν κι άλλοι πολλοί σαν εμένα! Δυσκολεύομαι να κρατήσω 
 +μέσα μου τη χαρά που νοιώθω. 
 +
 +Οι δυο συνοδοί μου όμως, δεν φαίνονται και 
 +τόσο ενθουσιασμένοι. Ίσως άρχισαν να υποπτεύονται πως δεν πρόκειται να μείνω μαζί 
 +τους. Εδώ μέσα σίγουρα θα με χάσουν. Αφού 
 +πριν καν προσεγγίσω την πίστα, έλαβα τρεις ή 
 +τέσσερις προσκλήσεις, να χορέψω, κ' άλλα 
 +τόσα, ίσως και παραπάνω, φλερτ και μιλούμε μισοσκόταδο! 
 +
 +Στέκομαι στην άκρη της πίστας και χαζεύω. Θαμώνες όλων των ειδών και ποιοτήτων χορεύουν 
 +στο ρυθμό μιας καταπληκτικής μουσικής. Που 
 +τέτοιο γλέντι στον Όλυμπο. 
 +
 +“Με συγχωρείτε”, ακούω κάποιο να μου λέει, 
 +“νομίζω πως σας ξέρω από κάπου”. 
 +
 +Έχει μια φωνή ο κερατάς που τραντάζει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Δυο μέτρα γκόμενος, και βάλε. Δεν με πολυ-συγκινεί όμως η 
 +πρώτη του κουβέντα, την έχω ακούσει ξανά, 
 +έτσι δεν του δίνω και πολύ σημασία. 
 +
 +“Ναι, σίγουρα, αυτά τα όμορφα μάτια μου είναι 
 +γνώριμα”, επιμένει αυτός. 
 +
 +
 +Αυτά τα θνητά κομπλιμέντα μου τη δίνουν. 
 +Καμιά σημασία λοιπόν στον κύριο. 
 +
 +“Αυτό το γλυκό χαμόγελο πως θα μπορούσα να 
 +το ξεχάσω”. Ατού αυτός. 
 +
 +Οπόταν το πράμα αρχίζει να φτηνίζει πολύ και 
 +σηκώνομαι να φύγω. Τότε αυτός με αρπάζει 
 +ξαφνικά και κοιταζόμαστε για μια στιγμή. Ύστερα, αυτός αρχίζει να γελά ενώ εγώ στέκομαι 
 +απέναντι του σε πλήρη αμηχανία. 
 +
 +“Πολύ σου πάει το φουστανάκι, κούκλα. Μόνο 
 +που θάπρεπε ν’ αφήσεις καμιά τραβεστί με 
 +πείρα να σε μακιγιάρει”, λέει όταν σταματά επιτέλους το γέλιο. “Πάντως πολύ σε γουστάρω, 
 +κούκλα”. 
 +
 +Και τότε, μου κλείνει το ένα μάτι και προσθέτει: 
 +“Τί θάλεγες για ένα Jack Daniel's, έτσι για προθέρμανση δηλαδή;” 
 +
 +Βρε την πονηρούλα τη θεά Αγνώστων Ιδιοτήτων, πως μου την έσκασε έτσι; Αυτή εδώ σαν 
 +λεβέντης γκόμενος κι’ εγώ πρώτης τάξεως Ανατολίτικο μανούλι! 
 +
 +“Μπράβο”, της λέω, “δεν τόξερα πως τό' χες 
 +μέσα σου. Πώς νοιώθεις λοιπόν εκείνο το 
 +πράμα που κρέμμεται απ' τα σκέλη σου. Σ’ αρέσει, σ’ αρέσει;” 
 +
 +Σειρά μου να γελάσω. Εδώ που είμαστε, οι 
 +τύποι είναι περιττοί. 
 +
 +Έτσι λοιπόν, ο γκόμενος κι’ εγώ χορεύουμε για 
 +λίγο, έτσι για να παραπλανήσουμε τυχόν κατασκόπους, κι’ ύστερα καθόμαστε σε μια γωνιά 
 +και τα λέμε. Της ζητώ να κάνει κάτι για να κερδίσουμε το στοίχημα, αφού πρώτα της διηγηθώ 
 +τις περιπέτειες μου, πως έμπλεξα με την Αναστασία, το Πρωτο-Αρχοντιλίκι της κ.ο.κ. 
 +
 +Η θεά αρχίζει να δείχνει εκνευρισμένη. Φαίνεται να γνωρίζει την Αναστασία. 
 +
 +“Πάμε να φύγουμε από δω μέσα, κούκλα”, με 
 +παροτρύνει ο γκόμενος. “Πάμε κάπου πιο 
 +ήρεμα, να μπορέσουμε να γνωριστούμε καλύτερα”. 
 +
 +Πολύ πειστικός γκόμενος η θεά. 
 +
 +Κι’ εγώ δεν τα πηγαίνω άσχημα. Σαν καλή τσιγγάνα που είμαι, του ζητώ να με περιμένει στην 
 +είσοδο- πρέπει πρώτα να αποχαιρετήσω τους 
 +δυο μου συνοδούς. 
 +
 +“Μην αργήσεις”, μου ψυθιρίζει η θεά, “πρόκειται να επιστρέφω στον Όλυμπο απόψε”. 
 +
 +Λίγο αργότερα, βρισκόμαστε αγκαλιασμένοι 
 +δίπλα στον παραλιακό δρόμο του Τελ Αβίθ. 
 +Εκεί, η θεά μου εξηγεί πως η Αναστασία δεν 
 +είναι και τόσο θγητή όσο νομίζω. 
 +
 +“Είναι τουλάχιστον ημίθεα. Μπορεί και νάχει 
 +γίνει θεά, δεν είμαι βέβαιη”. 
 +
 +“Βέβαιος! είσαι γένος αρσενικού τώρα”, την 
 +υπενθυμίζω, ψυθιρίζοντας της στ’ αυτί. 
 +
 +“Βέβαιη!” φωνάζει αγριεμένα η θεά, “τι πάει να 
 +πει δεν ήσουν βέβαιη όταν ήρθες μαζί μου”. 
 +
 +“Έτσι μπράβο”, της ψυθιρίζω, καθώς προσπερνούμε ένα νεαρό ζευγάρι που περπατά 
 +ανέμελο, δίπλα από μια Λάσσι, η οποία οσφραίνεται τα πόδια όλων των περαστικών. 
 +
 +Όταν μας βλέπει εμάς, χωρίς όμως να μπορεί 
 +να μας μυριστεί - αφού οι θεοί είναι άοσμοι - 
 +σαστίζει κ' αρχίζει να γαυγίζει. 
 +
 +“Πάμε να φύγουμε από δω προτού γίνουμε 
 +θέαμα και μας πάρουν είδηση άλλοι θεοί”. 
 +
 +Η θεά φαίνεται πολύ ανήσυχη. 
 +
 +“Πρέπει να πάω πίσω αμέσως”, μου τονίζει. Κι 
 +ύστερα, με ακόμη πιο σοβαρό ύφος: “Εσύ, θα 
 +μείνεις εδώ, εγγονός της Αναστασίας, και θα 
 +κάνεις ό,τι σου λέει μέχρι να ξεδιαλύνω τη γνησιότητα του...” 
 +
 +“Του bourbon”, ευτυχώς την προλαβαίνω. Αν 
 +έλεγε του στοιχήματος, μπορούσε να την πατούσαμε άσχημα, μ’ όλους αυτούς τους κατασκόπους που βρίσκονται στο Τελ Αβίβ. 
 +
 +“Του ποιου”; ρωτά αχάμπαρη αυτή. 
 +
 +
 +“Του Jack Daniel's”. (Αυτό μου δίνει μια ιδέα για 
 +ύστερα). 
 +
 +“Ναι, ναι. Πρέπει να φύγω τώρα αμέσως. Θα 
 +πάμε πίσω στη γειτονιά της δισκοθήκης, θα κρυφτούμε σ’ ένα από κείνα τα άδεια σπίτια να 
 +ετοιμαστώ”, ψυθιρίζει τέλος η θεά. 
 +
 +Σε λίγο, ενώ αυτή βγάζει τη θνητή της περιβολή 
 +για ν’ ανέβει πίσω στον Όλυμπο, κι εγώ μεταμορφώνομαι από τσιγγάνα σε εγγονό της 
 +Αναστασίας, γυρίζω και της λέω πόσο πολύ τη 
 +γούσταρα σαν γκόμενο. ΚΓ αυτή, λίγο πριν 
 +χαθεί μέσα στα σύννεφα, αποκρίνεται: 
 +
 +“Δεν τέλειωσα ακόμη μαζί σου, κούκλα”. 
 +
 +* * * 
 +
 +“Που εγύριζες ούλλη νύκτα, ανεπρόκοπε;” με 
 +μαλώνει το επόμενο πρωί η Αναστασία. “Ούλλα 
 +τα μαθαίνω, ούλλα! Εκατάλαβες;” 
 +
 +Θέλω να της πω να σκάσει και να πάει στο διάολο, μα αντί αυτού ξεραίνω. Ήπια πολύ παγιάτικο γήινο κρασί το προηγούμενο βράδυ και 
 +δεν ήμουν συνηθισμένος. 
 +
 +“Πρόσεξε πολλά καλά. Που δαμέ τζιαι να πάει 
 +εν να κάμνεις ότι σου λαλώ εγώ.”. (Παράξενο, 
 +αυτό μου τό πε κι’ η θέα)! “Τζιαι πρώτα - πρώτα 
 +εν να κόψεις ούλλην τζίνην την ασουλούππωτην μαλλούππα τζιαι να γενείς άδρωπος...” 
 +
 +
 +Πάει, λοιπόν, η γιαγιά. Χάνεται στα έγκατα της 
 +θνητότητας της. Και θεά νά' ναι, με τέτοια διάλεκτο δε νομίζω να επιστρέφει στον Όλυμπο. 
 +
 +
 +“Γιαγιά”, της λέω εγώ, προσπαθώντας να βρω τι 
 +άλλο εκτός από γιαγιά μπορεί να είναι αυτή η 
 +μουμιασμένη υπόσταση με καμπούρα σε σχήμα 
 +φτυαριού. 
 +
 +“Σταμάτα να μου γλυκομιλάς, ψεύτη, τζιαι 
 +πεμου ποιον είδες εψές”, συνεχίζει, εκβιάζοντας με με το μπαστούνι της. 
 +
 +“Ωραία, αφού επιμένεις”, απαντώ. “Εψές εγνώρισα μιαν ωραίαν ύπαρξην, ήπιαμε λίγο παραπάνω και μετά πήγαμε σ’ ένα ξενοδοχείο και...”
 +
 +
 +“Σκάσε, σκάσε εν θέλω να ξέρω”, ξελαρυγγίζεται η Αναστασία. Όταν συνέλθει, με 
 +ρωτά αν μας είδε κανένας άλλος. 
 +
 +“Τι κι’ αν μας είδε κανένας...” 
 +
 +“Ρε αθεόφοβε”, ξανα-ξελαρυγγίζεται αυτή σε 
 +σημείο που αρχίζει να ακούεται σαν μια μακρινή 
 +φωνή μέσα στα παράσιτα ενός τηλεοπτικού 
 +σταθμού πού' χει πάθει βλάβη: “Εν να κά-μεις, 
 +ό,τι λαλώ εγιώ, ει-δε-μί εννά σε πε-τά-ξω έξω 
 +να σε φάν οι σσί-λοι...”, κ.ο.κ. 
 +
 +Με τέτοιους εκβιασμούς, ποιος θα μπορούσε 
 +να τα βγάλει πέρα με την Αναστασία; Συμφωνώ, 
 +λοιπόν, ν’ ακολουθήσω πιστά τα σχέδια της. Και 
 +πρώτα απ' όλα η δεξίωση. Μάλιστα, για να με 
 +υποδείξει ποιος άλλος;... η κωλόγρια η Αναστασία - ως τον επόμενο Πρώτο Άρχοντα! 
 +
 +“Και εις ανώτερα, γιαγιάκα! Αφού με θέλεις 
 +Πρώτο Άρχοντα, σκατένη, κάμε με Πρώτο Άρχοντα. Μα η φωνή σου δε βγαίνει, αλλά και νά' 
 +βγαίνε θα μας έκανες όλους ρεζίλι. Γ' αυτό 
 +πάψε τους εκφοβισμούς σου, κωλόγρια, κι άκου 
 +τι θέλω από εσένα”. 
 +
 +Η γιαγιά σαν νά' χει πάθει ηλεκτροσόκ απάνω 
 +στου τελευταίου τύπου αναπηρική της καρέκλα. 
 +
 +“Πα-πα-παρ...”, τώρα όχι μόνο μοιάζει με γαλή να, ακούεται και σαν γαλήνα. “Πάρ-ταρ-δε”, 
 +θέλει να πει μπάσταρδε αλλά η φωνή της δεν 
 +βγαίνει. 
 +
 +“Τίποτα δεν βγαίνει πια, γιατί προσπάθησες να 
 +παίξεις το φασιστικό σου παιχνίδι πάνω μου, νομίζοντας πως πάντα κερδά αυτός που φωνάζει 
 +παραπάνω. Να τώρα που την έπαθες επειδή εγώ 
 +δεν είμαι σαν τον κωλόγερο τον άντρα σου που 
 +σε περνούσε για σάρκα υπηρεσίας κι εσύ, αντί 
 +να ξεσπάς πάνω του, τα 'βγαζες πάνω σ’ εκείνους που δεν έφταιγαν.” 
 +
 +Αυτό ήταν. Η γιαγιά Αναστασία παθαίνει αμόκ. 
 +Καταπίνει τη μασέλα της, εγείρεται απ' την αναπηρική της καρέκλα και πέφτει μπρούμυτα 
 +μπροστά στα πόδια μου. 
 +
 +“Με θέλεις Πρώτο Άρχοντα, ε! Πάρε, λοιπόν μια 
 +γεύση από Πρώτο Άρχοντα”. 
 +
 +Τα χείλη της κινούνται απεγνωσμένα σαν να θέλουν να με δαγκώσουν αντί αυτού, σχηματίζουν 
 +τη λέξη κα-τα-λα-μέ-νε.
 +
 +“Μπρος ετοιμάσου για τη δεξίωση, και μη ξεχάσεις να σερβίρεις Jack Daniel's αντί σαμπάνια”. 
 +
 +“Κύλε! Κύλε!...” 
 +
 +* * * 
 +
 +
 +Και φτάνουμε αισίως στη νύκτα της δεξίωσης. 
 +Μια νύκτα γεμάτη αποκαλύψεις αφού Θεοί, 
 +Θεές, Ημίθεοι και Ημίθεες ενώνονται με τους 
 +θνητούς σ’ ένα ξέφρενο παλμό, που δημιουργείται μέσα απ' την αγωνία για τ’ αποτέλεσμα κάποιου παλιού, μεγάλου, Ολυμπιακού 
 +στοιχήματος. 
 +
 +Ο Πρώτος Άρχοντας θα βρέθει σε λίγο αντιμπετωπος με το Θεό που αναζητεί. Βαλτοί κι' απ΄ τις δυο παρατάξεις κραυγάζουν συνθήματα που φτάνουν στα αυτιά μου σαν φράσεις που ακούει κανείς σε αγώνες ιπποδρομίας: "Πάρα του Ασύλληπτη, Έλα Πέντε, Βάλε πρώτη Σουήτ Λίλυ" κ.ο.κ
 +
 +Η γιαγιά Αναστασία, πρώτη και καλύτερη στη 
 +δεξίωση, μες τη κατάμαυρη τουαλέτα της, 
 +καθιστή στην αναπηρική της, μοιάζει με επιτάφιο δίχως άνθη. Ο προσωπάρχης της 
 +βρήκε την τέλεια λύση για το χάσιμο της 
 +φωνής της. Αφού δωροδοκήθηκε από τον 
 +υποφαινόμενο εγγονό της, της ετοίμασε μια 
 +κασέτα με πρώτης τάξεως “καθαρευουσιάνικα”. Με τη βοήθεια ενός μοχλού που βρίσκεται κρυμμένος στο μανίκι 
 +της θα μπορεί να κάνει όλο το διάλογο που 
 +χρειάζεται για να τα βγάλει πέρα με όλους 
 +τους καλεσμένους της. 
 +
 +Δυστυχώς όμως, ο προσωπάρχης της, καθότι 
 +βλήμα, ξέχασε να αποφύγει τα γένη αρσενικού 
 +και θηλυκού. Κι έτσι, το πρώτο πρόβλημα παρουσιάζεται όταν καταφθάνει η Πρέσβειρα των 
 +Ηνωμένων Πολιτειών. Η γιαγιά πατά το μοχλό 
 +κ' αρχίζει να παίζει το μαγνητόφωνο: “Καλώς 
 +ήρθατε κύριε Πρεσβευτά. Μεγάλη μας τιμή...” 
 +κ.ο.κ. 
 +
 +Η Πρέσβειρα, ήδη σαστισμένη απ' τη μακάβρια 
 +εμφάνιση της Αναστασίας, τα χάνει προς στιγμής και γυρίζει πίσω προς τους σωματοφύλακες 
 +της, γεμάτη αμηχανία. Ένας απ' αυτούς - ουρανοξύστης ο άτιμος - προσπερνά την Πρέσβειρα, παίρνει το χέρι της γιαγιάς, το ασπάζεται και της λέγει: “Κκα-λόους σας βρήκκαμι, κκυρρία Ανε-στη-σία”. 
 +
 +
 +Η γιαγιά αγαλλιάζεται απ' την παρουσία τέτοιου παίδαρου, κι ας 
 +την έχει πει αναισθησία! 
 +
 +“Παρακαλώ, περάστε,” ακούεται 
 +ξανά το μαγνητόφωνο της Αναστασίας. 
 +
 +Κ' η Πρέσβειρα με τη συνοδεία 
 +της κατευθύνεται προς το πίσω 
 +μέρος του σπιτιού όπου οι πα- 
 +ρευρισκόμενοι απολαμβάνουν νόστιμα εδέσματα - μεταξύ άλλων 
 +και ψητό κόκκορα απ' τα ίδια τα 
 +χέρια της γιαγιάς. 
 +
 +(Τώρα, φτάνουμε στο παρα-πέντε 
 +των αποκαλύψεων που μπορώ να 
 +πω θα ζήλευε ακόμη κι’ ο Άγιος Ιωάννης). Η γιαγιά, μισοκοιμισμένη 
 +ακολουθεί την Πρέσβειρα και τους συνοδούς της 
 +και σε λίγο ξαναπατά το μοχλό. Το μαγνητόφωνο, 
 +που βρίσκεται κρυμμένο κάτω απ' τη φούστα της 
 +αρχίζει να παίζει άλλη μια φορά: “Θα μας κάνετε 
 +την τιμήν να δοκιμάσετε τα εδέσματα μας και να 
 +πιείτε εις υγιείαν του νέου Πρώτου Άρχοντος 
 +ένα Τζοκ Ντάνιελ! 
 +
 +Ακούγοντας αυτό η Πρέσβειρα, πέφτει στο 
 +έδαφος απ' το γέλιο, και λίγο αργότερα πέφτει 
 +από πάνω της η γιαγιά Αναστασία, πού 'χει στο 
 +μεταξύ ξυπνήσει απ' τα χάχανα της πρώτης. 
 +Και σαν να μην έφτανε αυτό, η γριά επαναβρίσκει τη χαμένη της φωνούλα, θεός φυλάξει! 
 +
 +“Ποια νομίζεις πως είσαι, σκύλλα”, ξεφωνίζει η  γριά καθώς αρπάζει την Πρέσβειρα απ' τα μαλιά κι αρχίζει να τη δαγκώνει. “Μια πουτάνα είσαι, 
 +τίποτε παραπάνω”. 
 +
 +“Πουτάνα”! 
 +
 +Και δώστου δαγκωματιές η Αναστασία, μέχρι 
 +που της βγαίνει η μασέλα πάνω στη σάρκα της 
 +λιπόθυμης Πρέσβειρας. 
 +
 +“Κύ-λα! Κύ-λα”! 
 +
 +* * * 
 +
 +
 +Κανένας από εμάς δεν μπορούσε να τη γλυτώσει απ' τα χέρια της Αναστασίας. Μόνο ο Δίας 
 +μπορούσε. Γιατί στην πραγματικότητα, η Πρέσβειρα των ΗΠΑ ήταν η θεά Αγνώστων Ιδιοτήτων, η οποία υπήρξε κάποτε θνητή και την 
 +οποία επήδησε ο Δίας ο καραπουτζουκλής και 
 +εγέννησε, μεταξύ άλλων, τον Κάστωρ πούγινε 
 +Πρώτος Άρχοντας της Γης... 
 +
 +“Ακούσε εκεί Κάστωρ, ούτε σκύλλος νά' 
 +ταν” ψυθιρίζω κι’ έπειτα αρχίζω να γελώ. 
 +
 +Οπόταν αρχίζει ένας δεύτερος τρικούβερτος 
 +καυγάς. Μόνο που αυτή τη φορά, θύτης είναι ο 
 +Πρώτος Άρχοντας και θύμα του, εγώ! 
 +
 +Κερατάδες θεοί, σώβρακο δεν έχετε να φορέσετε, αλλά το στοιχη ματάκι σας το παίζεται. 
 +Ας πάρει, λοιπόν, τη θέση μου ο Κάστορας. 
 +Έτσι, για να σας δω να χάνετε κι εσείς μια 
 +φορά. Εγώ προτιμώ να μείνω εδώ πέρα, ακόμη 
 +κι’ αν πρέπει να κρατήσω την υπόσχεση μου 
 +στην κωλόγρια να ξε-ταριχεύσω τον Λένιν. Άλλωστε, τι Πολυδεύκης θά' μουν! 
 +----
 +(Στο επόμενο τεύχος: Ποια ήταν στην πραγματικότητα η Αναστασία). 
  
  
el/magazines/traino/no_11/jackdaniels.txt · Last modified: 2020/08/13 16:15 by no_name12