Μπάτσοι, TV και νεοναζί: τελικά δουλεύουνε μαζί; (Ηλεκτρονικό Άρθρο)

Ιστορικό Σημείωμα

Αυτό το ηλεκτρονικό άρθρο δημοσιεύτηκε από το αφοα στις 11/09/23.

Περιεχόμενο

  • Για αρχεία κειμένου (PDF, ODF) και την δημιουργία συλλογών κειμένων (book creator), χρησιμοποιείστε τις αντίστοιχες επιλογές στο δεξί πλάι της σελίδας κάθε άρθρου.

Μπάτσοι, TV και νεοναζί: τελικά δουλεύουνε μαζί;

του Παναγιώτη Αχνιώτη

Ολόκληρη η πολιτική συνθήκη μέσα από την οποία προέκυψαν τα πογκρόμ εναντίον μεταναστών σε Χλώρακα και Λεμεσό, αλλά και τα αποτελέσματα που έφεραν τόσο στον δημόσιο λόγο όσο και στα επιχειρησιακά πλάνα της αστυνομίας, αποτελούν ένα τρανταχτό παράδειγμα του κλασικού αυτού αντιφασιστικού συνθήματος που επινοήθηκε στην Ελλάδα για να αποδώσει τη βαθιά σχέση μεταξύ παρακρατικών φασιστικών ομάδων, κρατικού μηχανισμού και ΜΜΕ. Πέρα από τις όποιες οργανικές και προσωπικές σχέσεις μπορεί να υπάρχουν μεταξύ οργανωμένων ακροδεξιών ατόμων, αστυνομικών και λειτουργών των ΜΜΕ, αξίζει να αναδειχτεί πως αυτά τα τρία στοιχεία, ως θεσμοί και ως σύνολα παραγωγής λόγου και πρακτικών, αναπτύσσουν μια συμβιωτική σχέση τόσο σε επίπεδο πολιτικού λόγου στη δημόσια σφαίρα όσο και σε επίπεδο δρόμου. Και αυτή η συμβιωτική σχέση δεν μεταφράζεται βέβαια σε μια κατάσταση όπου τα τρία κάθονται μαζί στο ίδιο τραπέζι και συνωμοτούν, αλλά δημιουργεί ένα βαθύ σύμπλεγμα εξουσίας που εγκλωβίζει την κοινωνία στην επιτήρηση και την ασφαλειοποίηση.

Τα διάφορα fake news που διαδόθηκαν τις μέρες πριν το πρώτο πογκρόμ στη Χλώρακα μέχρι και μετά το πογκρόμ στη Λεμεσό, δεν ήταν απλως προϊόν κάποιων μυθομανών φασιστών όπως πχ. ο Λευτέρης Γεωργίου, διοργανωτής του πογκρόμ στη Λεμεσό, που τη μέρα πριν διάδωσε την πληροφορία για δήθεν μαχαιρωμένο αστυνομικό από ντελιβεράδες. Όπως τεκμηριώνεται στο ρεπορτάζ του Παναγιώτη Πενταλιώτη στον Διάλογο (10/09/2023), στη διάδοση των fake news επιδόθηκαν άτομα από θέση αρχής όπως ο κοινοτάρχης Χλώρακας, αλλά και κυρίαρχα ΜΜΕ με τεράστια απήχηση. Η στάση της αστυνομίας να μη διαψεύσει για πάρα πολλές μέρες την «είδηση» για απαγωγή του εθνοφρουρού είναι εξίσου προβληματική με την ίδια τη διάδοση της ψευδούς είδησης.

Το ότι η Αστυνομία στη Λεμεσό όχι μόνο επέτρεψε προκλητικά τη διεξαγωγή του πογκρόμ εναντίον των μεταναστών, αλλά δεν απάντησε ούτε και στη βία που ασκήθηκε εναντίον της (μαρτυρίες κάνουν λόγο για πάνω από 30 μολότοφ κατά του Αίαντα), καταδεικνύει και το γεγονός ότι η ποσοτική και ποιοτική αύξηση της ακροδεξιάς βίας μπορεί να βολεύει τον κρατικό μηχανισμό. Πέρα από τα άμεσα αποτελέσματα στο να χτυπήσουν και να τρομοκρατήσουν τις μεταναστευτικές κοινότητες, το επίπεδο βίας του πογκρόμ έχει άμεσο αντίκτυπο στην ένταση με την οποία διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος αλλά και στην πολεμική στάση στην οποία εισέρχεται ο κρατικός μηχανισμός στον απόηχο του. Το πογκρόμ ανοίγει τον δρόμο για περαιτέρω αύξηση του αστυνομικού ελέγχου, της επιτήρησης και της ασφαλειοποίησης, τόσο όσον αφορά τις εν λόγω κοινότητες αλλά και όσον αφορά τα εγχώρια κινήματα. Το πογκρόμ ανοίγει το δρόμο για τη δημιουργία μιας μίνι κατάστασης πολιορκίας, κάτι που είδαμε την Τετάρτη στη Λευκωσία με τη φασιστική πορεία που εν τέλει ακυρώθηκε. Η απειλή της φασιστικής βίας μεταφράστηκε πρώτα ως μια επικοινωνιακή πρακτική από πλευράς του κρατικού μηχανισμού, όχι για να καθησυχάσει αλλά για να εντείνει τις ανησυχίες τόσο των μεταναστευτικών κοινοτήτων της Λευκωσίας όσο και των κατοίκων γενικότερα για ενδεχόμενο πογκρόμ. Επιπλέον, είδαμε και τη μετάφραση της απειλής και σε επίπεδο δρόμου, όπου αντικρίσαμε μια αστυνομοκρατούμενη Λευκωσία για πάρα πολλές ώρες.

Σε ό,τι αφορά την στάση της αστυνομίας προς τους αντιφασίστες και τις αντιφασίστριες στο δρόμο, είδαμε ξεκάθαρα, τόσο στη Λεμεσό όσο και στη Λευκωσία, μια αναβάθμιση του επιχειρησιακού πλάνου καταστολής. Και οι δύο πορείες διεξήχθησαν κάτω από ασφυκτικό αστυνομικό κλοιό, και με ό,τι μέσο διαθέτει η Αστυνομία Κύπρου: ο Αίαντας, πολυάριθμες αντιοχλαγωγικές ομάδες (ΜΜΑΔ και ΕΑΟ) που μετα δυσκολίας μπορούσαν να περπατήσουν λόγω του βαριού εξοπλισμού που κουβαλούσαν, δεκάδες μοτοσυκλέτες όπως και δεκάδες αστυνομικοί με πολιτική περιβολή, περικύκλωσαν τις δύο πορείες και περπατούσαν κυριολεκτικά κολλητά στους διαδηλωτές. Σε σχέση με τη διοίκηση, στη Λεμεσό είχαμε τον διοικητή της ΜΜΑΔ αυτοπροσώπως στο πεδίο, κάτι που συμβαίνει σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, ενώ στη Λευκωσία επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο ίδιος αξιωματικός που είχε την επιχειρησιακή ευθύνη στις 13/2/2021 στην πρώτη πορεία του Ως Δαμέ. Επιπλέον, είδαμε ότι η αστυνομική επιχείρηση και στις δύο περιπτώσεις αφορούσε βασικά ολόκληρη την πόλη και όχι μόνο το σημείο της πορείας, με αστυνομικά περίπολα να κατακλύζουν ολόκληρο το αστικό κέντρο ώρες πριν και μετά τη διαδήλωση. Ακόμα κάτι πρωτόγνωρο για τα κυπριακά δεδομένα, ήταν η προσπάθεια της Αστυνομίας να λογοκρίνει με την απειλή χρήσης βίας το ίδιο το σύνθημα που τιτλοφορεί αυτό το κείμενο όπως και άλλο παρόμοιο («με τους μετανάστες είμαστε μαζί, άμεση απέλαση σε μπάτσους και ναζί»).

Η απειλή της φασιστικής βίας και του πογκρόμ λειτουργεί ως ένας αγωγός για την αύξηση της επιτήρησης και της καταστολής των αντιφασιστικών διαδηλώσεων αλλά και ευρύτερα των κοινωνικών αγώνων. Η γενική εικόνα που παρουσίασαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ μετά από τις αντιφασιστικές κινητοποιήσεις ήταν μια επικρότηση του επιχειρησιακού πλάνου της αστυνομίας και ένας εκθειασμός του ρόλου της στη διατήρηση της ειρήνης και της τάξης, αντί να τονίσουν τον μαζικό και ειρηνικό χαρακτήρα των κινητοποιήσεων.