Παρόλο ότι οι νόμοι για ισομισθία και ίση μεταχείριση μεταξύ των δύο φύλων έχουν θεσπιστεί και ενώ υποτίθεται ότι η Κύπρος εναρμονίστηκε με το ευρωπαϊκό κεκτημένο στο θέμα ισομισθίας, όμως η θέση των γυναικών στην παραγωγή πολύ λίγο έχει αλλάξει. Ιδιαίτερα στους χώρους δουλειάς που δεν είναι οργανωμένοι και οι εργοδότες συνεχίζουν με ασύδοτο τρόπο τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών.
Σύμφωνα με την έρευνα που διεξήγαγε η Cypronetwork με θέμα “Μητρότητα και Εργασία” εργοδότες απολύουν υπαλλήλους τους οι οποίες είναι έγκυες. Το ζήτημα της αυθαίρετης απόλυσης εγκύων που ήταν από τα πιο σοβαρά θέματα που έφερε στην επιφάνεια η έρευνα, ενόχλησε την ΟΕΒ. Την ευθύνη βέβαια την έχει το κράτος και οι συντεχνίες αφού η άγνοια αφήνει εκτεθειμένες πολλές εργαζόμενες. Το 44% των γυναικών δήλωσαν ότι έχουν περιορισμένη γνώση της νομοθεσίας για τη μητρότητα ενώ το 14% δεν έχει καθόλου γνώση για την προστασία που παρέχει ο νόμος στις μητέρες.
Όσον αφορά το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών σύμφωνα με την Έκθεση Εργατικές Στατιστικές (2001) οι άνδρες αμείβονται κατά 34,9% περισσότερα από τις γυναίκες όπως και τον προηγούμενο χρόνο.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της Έκθεσης είναι η κατανομή των μισθών και ημερομισθίων. Χρόνια τώρα ακούμε από διάφορους απολογητές του συστήματος ότι για όλα τα κοινωνικά προβλήματα ευθύνεται η ευμάρεια ενώ οι εργοδότες επικαλούμενοι υποτίθεται το ψηλό εργατικό κόστος απαιτούν έμμεσα ή άμεσα να μειωθούν οι μισθοί. Ένα ελάχιστο ποσοστό, το 3,5% του συνόλου των μισθωτών, έχει απολαβές πάνω από £2000 το μήνα ενώ η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων έχει απολαβές που κυμαίνονται από £400-900 το μήνα. Ένας μισθός που κάθε άλλο μπορεί να θεωρηθεί ψηλός με δεδομένο το αυξημένο κόστος ζωής τα τελευταία χρόνια και τις ανάγκες που έχει να καλύψει σήμερα μια εργατική οικογένεια.
Τελικά η θέσπιση νόμων και κανονισμών δεν είναι αρκετό από μόνα τους να προστατεύσουν το βιοτικό επίπεδο και τις κατακτήσεις των εργαζομένων, ανδρών και γυναικών.