ΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ
Κι αφού συχνά μου συμβαίνει, όταν αποφασίσω να ασχοληθώ με ένα θέμα, να συναντώ στην καθημερινή μου κίνηση, πράγματα τόσο κοντινά προς αυτό που σκέφτομαι, έτσι κι’ αυτή τη φορά, μετροφυλλώντας το τελευταίο τεύχος του περιοδικού “ΤΡΑΙΝΟ” (ενός underground εντύπου της ερωνήσου) έπεσα - κατά πως λεν στη γλώσσα τους οι μη κατέχοντες τα ελληνικά απταίστως - πάνω στο ακόλουθο κείμενο, με τίτλο “Η θλιμμένη πόλη”:
“Μια φορά και ένα καιρό (…) ήταν μια θλιμμένη πόλη, η πιο θλιμμένη από όλες τις πόλεις, μια πόλη τόσο καταστροφικά θλιμμένη, ώστε να ξεχάσει το όνομα της. Βρισκόταν δίπλα σε μια πένθιμη θάλασσα, γεμάτη ανοστόψαρα που η γεύση τους ήταν τόσο άθλια που έκανε τους ανθρώπους να ρέονται από μελαγχολία…
Στα βόρεια της θλιμμένης πόλης βρισκόται τα μεγάλα εργοστάσια που κατασκευάζουν (…) την ίδια τη θλίψη. Ύστερα τη συσκεύαζαν και την έστελναν σε ολόκληρο τον κόσμο που φαίνεται δεν τη χόρταινε ποτέ. Μαύροι καπνοί ξεχύνονταν απ' τα φουγάρα των εργοστασίων της θλίψης και κρέμμονταν πάνω απ' την πόλη σαν κακά μαντάτα”.
“Ο Χαρούν και η θάλασσα των Παραμυθιών”.
Η θλιμμένη πόλη λοιπόν. Η πόλη μας. Όπου οι μόνοι άνθρωποι είναι τα παιδιά, και οι ανόητοι, κι αυτοί που μας έκλεψαν, αυτοί που γέμισαν τις κωλότσεπες με εκατομμύρια και τά χουν καταθέσει στις Ελβετίες, δήθεν καπάτσοι που μας έπαιρναν το βιος την ώρα που εμείς ένεκεν θλίψεως στρέφαμε αλλού τα μάτια. Οι μόνοι πραγματικά χαρούμενοι άνθρωποι σ’ αυτή τη θλιμμένη πόλη είναι τα παιδιά, οι ανόητοι, οι κλέφτες και οι αθώοι. Όσοι έχουν απομείνει από τους τελευταίους.
Όλοι οι υπόλοιποι, εμείς το Μέγα πλήθος έχουμε σκύψει τον αυχένα στους ανόητους και τους κλέφτες. Στα όρνεα και τα ανθρωποειδή. Πώς άλλωστε ν’ αντισταθεί κανείς στη βλακεία, πως να αντισταθείς στον χαρούμενο ανόητο που σε καταδυναστεύει κάθε μέρα, πως ν’ αντισταθείς στη βλακεία που σε περιτριγυρίζει, και πως ν’ αντιμετωπίσεις τους λαθροχειριστές της ζωής σου, ή αλλοιώς, αυτούς που χειρίζονται λάθρα τις τύχες σου. (Διπλό βεβαίως το νόημα).
Όμως γιατί τάχατε τέτοια και τόση θλίψη;
Επειδή πρώτα απ' όλα οι ανόητοι και χαρούμενοι, οι ανίδεοι και χορτάτοι έχουν το πάνω χέρι.
Επειδή οι οραματιστές εξοστρακίσθηκαν. Όχι όμως πέραν της πόλεως. Απλώς έχουν καταδικαστεί σε κάτοικον περιορισμόν.
Επειδή όποιος εκφέρει λόγον παλληκαρίσιο θεωρείται αυθάδης.
Επειδή οι διανοούμενοι αυτολογοκρίνονται. Έχουν κλεισθεί κι’ αυτοί, χωρίς λόγο τις πιο πολλές φορές, στα μικρά τους δωμάτια και παρακολουθούν κι’αυτοί θλιμμένοι τους ομιλητές.
Και επειδή όσοι θωρούν δεν μπορεί παρά να θλίβονται. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να δεις το αύριο μέσα από τη θεωρία της ιστορίας που επαναλαμβάνεται. Αύριο, όλοι εμείς θα βρεθούμε στην πρώτη γραμμή του πυρός. Σαν από σύνθημα εσωτερικό θα παραταχθούμε στο μέτωπο της αντίστασης. Την ίδια ώρα που αυτοί οι άθλιοι μεγαλοσχήμονες, οι καταφερτζήδες, οι ρήτορες των μπαλκονιών, οι δήθεν πατριώτες, οι ριψάσπιδες και οι ένοχοι, θα βρεθούν καβάλλα στα κότερα τους και στα αεροπλανάκια τους, σαν έτοιμοι από καιρό, σαν ικανοί αναχωρητές την ώρα της Αλήθειας, θα σαλπάρουν για άλλες πολιτείες. Την ίδια ώρα που εμείς,οι σημερινοί θλιμμένοι, θα βρεθούμε αντιμέτωποιμε το βαθύ νόημα της πατρίδας.
Κι’ αν ακόμα υπάρχουν κάποιοι από μας που διερωτούνται για το βάσιμο των επιχειρημάτων μας, θάθελα απλώς να απαντήσουν στο ερώτημα: Ποιούς λόγους έχουμε σήμερα ως λαός για νάμαστε χαρούμενοι;
Στο ίδιο εύστοχο ερώτημα Κύπριου δημοσιογράφου απαντούσε προχθές διάσημη ελληνίδα τραγουδίστρια λέγοντας πως πραγματικά δεν βλέπει λόγους για νάναι οι έλληνες χαρούμενοι. Πολύ περισσότερο λοιπόν εμείς.
Ο λυπημένος λαός της Κύπρου, που καταδυναστεύεται από τα μουγκρητά και τα βομβαρδίσματα των ασπόνδυλων, από την εξουσία της μονοφωνικής πολυφωνίας από τα αγενή χαμόγελατων διευθυνόντων, από την αλαζονεία, την ημιμάθεια και τον εμπαιγμό.
Όζει μεσαιωνισμός κάπου εδώ γύρω.