el:magazines:traino:no_11:jackdaniels

Differences

This shows you the differences between two versions of the page.

Link to this comparison view

Both sides previous revision Previous revision
Next revision
Previous revision
el:magazines:traino:no_11:jackdaniels [2020/08/13 15:26]
no_name12
el:magazines:traino:no_11:jackdaniels [2020/08/13 16:15] (current)
no_name12
Line 201: Line 201:
  
  
 +“Έλα δω εσύ”, επιμένει όταν σταματώ για να 
 +χαιρετήσω μια όμορφη ύπαρξη που σερβίρει 
 +ποτά. 
 +
 +“Σκύψε να μην μας ακούσουν. Πάρε αυτό το 
 +σκατό απ' τα χέρια μου”. Μου δίνει το τηλεχειριστήριο. “Άλλο κουμπί πατώ κι’ αλλού με 
 +παίρνει”, συνεχίζει. 
 +
 +“Απόψε θά' σαι ο συνοδός μου”, μου λέει έπειτα, ρίχνοντας μου μια ματιά γλυκύτερη κι από 
 +ζάχαρη. Βρε τη σαγηνεύτρα! 
 +
 +“Εμπρός πάμε”, με διατάσσει ξαφνικά. Κι εγώ 
 +σκέφτομαι πως ήρθε η ώρα να βάλω σε εφαρμογή το σχέδιο μου. 
 +
 +Την οδηγώ από δωμάτιο σε δωμάτιο, χαιρετώντας τους πάντες χωρίς να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία σε κανένα τους. Στον κήπο της 
 +είναι που θα τα πούμε εμείς οι δυο, αποφασίζω. 
 +
 +“Τί θάλεγες για λίγο φρέσκο αέρα”, εισηγούμαι. 
 +
 +“Όχι έξω. Δε γίνεται”. 
 +
 +Όλα τα μυρίζεται η κωλόγρια. Αυτή τη φορά 
 +όμως δεν πρόκειται να την ακούσω. 
 +
 +“Μου χρειάζεται το οξυγόνο, γιαγιά”. (Ξέρω 
 +πως της αρέσει να τη φωνάζω “γιαγιά” γι’ αυτό 
 +το λέω). 
 +
 +“Έτσι μπράβο, γιε μου. Γιαγιά σου λοιπόν. Και 
 +τη γιαγιά σου πρέπει να τη σέβεσαι και να της 
 +ακούς ότι σου λέει”. 
 +
 +“Αλλού να τα πουλάς αυτά, Αναστασία”. 
 +
 +Τι ήθελα και το είπα; Τι σεισμός έγινε, τι καταιγίδα, τι ανεμοστρόβιλος! Σηκώστηκε η Αναστασία από την αναπηρική της κ' άρχισε να με 
 +κυνηγά με το μπαστούνι της από δωμάτιο σε 
 +δωμάτιο. 
 +
 +“Έλα δω βρε ανεπρόκοπε να σου δείξω πως να 
 +σέβεσαι τους μεγαλύτερους σου...”. Στριγγλιές 
 +η Αναστασία που έφταναν μέχρι τον Όλυμπο! 
 +“Πιάστε μου τον να του δείξω εγώ ποια εν η 
 +Αναστασία”. 
 +
 +
 +Και στο “εν η Αναστασία” μένει ξερή σαν το 
 +άγαλμα, συνειδητοποιώντας ξαφνικά τη μεγάλη 
 +της γκάφα. Ξέχασε πως, όταν φουντώσει, ξεχνάει τη γλώσσα που επιβάλλεται από το κόμμα 
 +της. Οι καλεσμένοι της σταματούν απότομα τη φλυαρία τους κι’ αρχίζουν να της 
 +ρίχνουν λοξές ματιές. Κι ενώ αυτή 
 +κρατά ψηλά στον αέρα το μπα- 
 +στούνι της, τ’ αφήνει να πέσει, σφικταγκαλιάζοντας ταυτόχρονα τα 
 +στήθη της σαν νά' χει πάθει καρδιακό επεισόδιο κ' αρχίζει να 
 +βογγά. 
 +
 +“Είδες τι μου έκανες, ανεπρόκοπε”, φωνάζει ενδιάμεσα. 
 +
 +Δυο-τρεις βλαμμένοι κουβαλούν 
 +την αναπηρική της καθώς αυτή 
 +γέρνει σαν κομμένος κορμός δέντρου απάνω σε δυο τρεις άλλους 
 +βλαμμένους. Έτσι σοφίστηκε άλλο ένα τέχνασμα για να τραβήξει αλλού την προσοχή των 
 +παρευρισκομένων, που, κατά την ταπεινή μου 
 +γνώμη, ήταν στην πλειοψηφία τους ηλίθιοι. 
 +
 +“Ναι, αλλά αυτοί θα σε κάνουν Πρώτο Άρχοντα 
 +αύριο” μου λέει αργότερα η Αναστασία. 
 +
 +Το πάρτι τελείωσε και βρίσκεται στο δωμάτιο 
 +της όπου αναπαύεται μετά το μικρό περιστατικό. Μ’ είχε φωνάξει για να μου μιλήσει. 
 +Μου ζητά να της διηγηθώ ότι έκανα στο παρελθόν, ενόσω σπούδαζα στην Αμερική, όταν 
 +ήμουν στο στρατό, κ.ο.κ., έτσι για νάναι σίγουρη πως αν υπάρχει κάτι στο “ποινικό μου 
 +μητρώο”, που χρειάζεται διόρθωση να το τακτοποιήσει. Αυτή είναι η δουλειά της άλλωστε. 
 +Τακτοποιήτρια, της αρέσει να αυτοαποκαλείται 
 +έτσι. Τώρα πως τα κατάφερε να φτάσει μέχρι 
 +εδώ είναι μυστήριο άλυτο, ή μάλλον ακατάλυτο 
 +αφού στα ογδόντα της συνεχίζει να τυγχάνει 
 +του σεβασμού και της υπόληψης κάθε μαλάκα 
 +πολιτικού μέχρι τέτοιου βαθμού που αυτός ο 
 +ίδιος ο Πρώτος Άρχοντας δεν κάνει βήμα αν 
 +δεν περάσει πρώτα να τη δει. 
 +
 +Μήπως δεν είναι αυτή που σκάρωσε και την εκστρατεία του εναντίον του Θεού Επί Γήινων Θεμάτων; Να το ξεφορτωθεί ήθελε. Της έκανε 
 +φαίνεται νάζια τελευταίως, πήρε πολύ απάνω 
 +του, κι αυτή δεν σηκώνει κάτι τέτοια. Έξω, λοιπόν, αυτός και μέσα εγώ, το απολωλός πρόβατο, το άσωτο παιδί του γιου της του μονάκριβου που επέστρεψε στα πάτρια εδάφη δια 
 +να διεκδικήσει την υψηλή του καταγωγή που 
 +’χασε στη ξενιτιά... Και μπλα, μπλα η Αναστασία 
 +μέχρι που στο τέλος αυτοϋπνωτίζεται κι αρχίζει 
 +το ροχαλητό. 
 +
 +Κι εγώ ακόμη να της πω πως δεν πρόκειται να 
 +πάρω κανενός τη θέση γιατί δεν ανήκω σ’ 
 +αυτόν τον κόσμο. Ήρθα κι εγώ μεταμφιεσμένος 
 +στη γη όπως κι άλλοι θεοί, όλοι για να κερδίσουμε το στοίχημα που παίχτηκε στον Όλυμπο πριν τριάντα χρόνια. Πώς να της το εξηγήσω τώρα αυτό; 
 +
 +* * * 
 +
 +Λίγο πριν την τελική αναμέτρηση μεταξύ Πρώτου Άρχοντα και Θεού, η γιαγιά Αναστασία με 
 +πλησιάζει και μου ξαναπαριθμεί τις απαιτήσεις 
 +της. 
 +
 +“Κάτσε να δούμε πρώτα ποιος απ' τους δυο θα 
 +νικήσει”, τη διακόπτω, πράγμα που της σπάζει 
 +τα νεύρα. 
 +
 +Με κοιτάζει με μάτια κουκουβάγιας. “Δεν μπορούσε να σε κάνει πιο έξυπνο ο τζύρης σου;” 
 +Μ’ αντικρούει η Αναστασία, χωρίς να ξεκολλά 
 +τα μάτια της από πάνω μου. 
 +
 +Καιρός να της τα ψάλλω, λέω από μέσα μου. Με 
 +προλαβαίνει όμως αυτή, όπως πάντα. 
 +
 +“Είναι ρε δυνατόν, ένας θεός να νικηθεί ποττέ 
 +του που τον Πρώτον Άρχοντα, ε;” 
 +
 +Η αλεπού τα ξέρει όλα, ή μάλλον νομίζει πως τα 
 +ξέρει όλα. Τ’ αυτιά της, από το πολύ κερί που 
 +'χουν μαζέψει μοιάζουν με φελλούς πάνω σε 
 +μπουκάλες κρασιού. Τι να της πω λοιπόν αυτής 
 +της ξερακιανής γριάς, που χωρίς μασέλλα μοιάζει με γαλήνα και που θέλει σώνει και καλά να 
 +με κάνει Πρώτο Άρχοντα; Πως εμείς εκεί πάνω 
 +στον Όλυμπο, δεν είμαστε τόσο άτρωτοι κι’ ανίκητοι όσο νομίζει; Μέχρι όμως να διαπεράσει η 
 +φωνή μου όλο εκείνο το κέρινο τείχος, αυτή θα 
 +μας έχει βγάλει άτριχους κι ανίκανους. Άντε, να 
 +συνεννοηθείς μαζί της.
 +
 +Η Αναστασία δείχνει αποφασισμένη ν’ αντισταθεί μέχρι τέλους: “Όποιος κ' αν νικήσει, 
 +εσένα δεν σου πέφτει λόγος. Όταν σου λέω 
 +εγώ πως θα σε κάμω Πρώτο Άρχοντα, σημαίνει 
 +έγινε κιόλας. Γ' αυτόν, άκου ότι σου λαλώ τζιαι 
 +σιώπα”. 
 +
 +Η κωλόγρια, όσο θυμώνει, τόσο πιο πολύ γυρίζει 
 +η γλώσσα της τη διάλεκτο πούναι απαγορευμένη από το κόμμα της. Αν την άκουγαν 
 +οι συνεργάτες της να μιλά έτσι, ίσως να μην της 
 +το συγχωρούσαν τόσο εύκολα αυτή τη φορά. 
 +Αυτό πρέπει να τό χω υπόψη μου. 
 +
 +“Τι χαζεύεις, ρε;” 
 +
 +Έρχεται η φωνή της Αναστασίας σαν τούβλο 
 +κατευθείαν στο κεφάλι μου. Και μετά: “Θέλω να 
 +μου υποσχεθείς πως μόλις, μα μόλις ορκιστείς 
 +Πρώτος Άρχοντας, θα ζητήσεις να γίνει δη- 
 +μοψήφισμα ν’ απαλλαγεί το κράτος που το 
 +πτώμα του Λένιν...” 
 +
 +“Πάλε αυτός ο Λένιν...” 
 +
 +“Σκασμός! Να τον κάψουν ρε αν θέλουν ή να 
 +τον θάψουν, εν με κόφτει. Αν θέλουν ας τον κάμουν κομματούθκια να τον πουλούν όπως έκαμαν τζιαι με το τείχος του Βερολίνου. Ακούεις;” 
 +
 +“Κι εγώ τι θα κερδίσω αν κάμω όλα αυτά που 
 +ζητάς;” τη ρωτώ φωνακτά, προτού μ’ αναγκάσει 
 +να ξεράσω απάνω στη ξεθωριασμένη μαύρη της 
 +ποδιά που την κρύβει απ' άκρη σ’ άκρη. Ολόιδια 
 +μαύρη γαλήνα, η κωλόγρια. 
 +
 +Άκου να τον κάμουν κομ-μα-τού-θκια να τον 
 +πουλούν! Αλήθεια, τι τέρατα έχουν γίνει οι θνητοί. 
 +
 +Την κοιτάζω και σκέφτομαι πόση ώρα θ' άντεχαν μαζί της άλλοι θεοί που κατέβηκαν μεταμφιεσμένοι. Φαντάσου να 'πεφτε κανενός 
 +νευρικού θεού η Αναστασία για γιαγιά. Θα την 
 +έκανε κουτσουκούτα και θα την έριχνε μέσα σε 
 +κανένα υπόνομο πριν περάσουν πέντε λεπτά. 
 +
 +“Άααα το πουλάκι μου!” ξεφωνίζει η Αναστασία. 
 +“Βλέπω ξέρεις να χρησιμοποιάς το μυαλουδάκι 
 +σου άμα θέλεις. Και τόσο καιρό μου τό παιζες 
 +υπεράνω συμφέροντος όπως ο κακομοίρης ο 
 +παππούς σου, που χαράμισε μια ζωή για το καλό 
 +του δημοσίου συμφέροντος, θεός μακαρίσει 
 +τον”. (Το φανταζόμουν πως τον μισούσε αυτή 
 +τον άντρα της. Αλλά άλλοι τους φταίνε κι άλλοι 
 +πληρώνουν, έτσι είναι με το σόι της, γιατί αυτούς που μισούν, τους φοβούνται κι από πάνω. 
 +Γι’ αυτό πληρώνουν τα παιδιά ή τα εγγόνια 
 +τους, εξαρτάται). 
 +
 +“Τι θέλεις, ρε ανεπρόκοπε, να ξεχρεώσω εγώ τα 
 +χρέη σου επειδή σου εγούσταρε να ζεις σαν τον 
 +πρίγκηπα του παραμυθκιού; Να το κάμω, γιόκα 
 +μου. Νομίζεις πως εν μπορώ; Πέμου πόσα θέλεις να σου γράψω τώρα αμέσως επιταγή”. 
 +
 +“Άκου γιαγιά. Δεν θέλω τα λεφτά σου”. 
 +
 +“Εγωίσταρε”! 
 +
 +“Γιαγιά, δυο πράγματα θέλω που σένα. Θέλω να 
 +μου εξηγήσεις γιατί ... ΕΝ ... στο σέρι σου να με 
 +κάμεις Πρώτο Άρχοντα...” 
 +
 +“Άτε πάλε”, μουρμουρά η κωλόγρια. 
 +
 +“το δεύτερο. Το δεύτερο, γιαγιά, είναι πως 
 +για να δεκτώ να παρουσιαστώ στη δεξίωση που 
 +ξέρω πως ετοιμάζεις για χάρη μου θέλω να μου 
 +υποσχεθείς πως αντί σαμπάνια, θα σερβίρεις 
 +Jack Daniel's”.
 +
 +“Ίντα πράμα;” 
 +
 +“Άσε, που ...ΕΝ... νάρθει ώρα εξηγώ σου”. 
 +
 +“Πάντως ό,τι τζιαν έμαθες στην Αμερική, γιόκα 
 +μου, εξέμαθες τη γλώσσα σου... Τελοσπάντων, 
 +εν ήταν μες τα σκέδια να σου το πω, αμμά τώρα 
 +που βλέπω πως σκέφτεσαι, εν να σου το πω: 
 +Τον Πρώτο Άρκοντα έβαλα μι-στω-τούς να τον 
 +παίξουν...” 
 +
 +“Τί; Πότε; Πού;!!!” 
 +
 +“Τη νύκτα σαν τζοιμάται”. 
 +
 +“Πριν γίνει ο αγώνας”. 
 +
 +“Πριν, γιόκα μου, πριν, μιαν τζιαι καλήν να ξυμπερτέφκουμεν που λλόουτου.” 
 +
 +(Κωλόγρια, Κωλό-γρια, ΚΩΛΟΓΡΙΑ!) 
 +
 +“Ίντα εκό-τσίνησες έτσι, ρε”; 
 +
 +(Πάει, ετέλειωσε, πρέπει να ειδοποιήσω τον 
 +Όλυμπο). 
 +
 +“Όσο για το άλλο πράμα που θέλεις στη δε- 
 +ξίωση, εν ηξέρω ίντα πούνει”, συνεχίζει αυτή 
 +ακάθεκτη, “αμμά αν τόχουν τα μαχαζιά εν να 
 +σου το φέρω, εν έσ-σιει πρόβλημα”. 
 +
 +“Ναι, ναι”, λέω εγώ καθώς αυτή αυτοϋπνωτίζεται για άλλη μια φορά. 
 +
 +
 +Ευκαιρία, λοιπόν να δραπετεύσω! 
 +
 +* * * 
 +
 +Ντύνομαι σαν Τσιγγάνα κούκλα και βγαίνω 
 +στους δρόμους του Τελ Αβίβ. Ξέρω πως αργά ή 
 +γρήγορα θα πέσω απάνω σε κανένα μεταμφιεσμένο θεό σε τούτη την πόλη. Εδώ τα 
 +στοιχήματα δίνουν και παίρνουν. Άσε που το 
 +Τελ Αβίβ έχει τέτοιο γλέντι που πολλοί θεοί και 
 +ημίθεοι κατεβαίνουν εδώ για να σπάσουν λίγο 
 +τη μονοτονία του Ολύμπου. 
 +
 +Σε κάποιο πεζοδρόμιο, λοιπόν, του Τελ Αβίβ, 
 +εκεί που σταματώ για να διασταυρώσω, σταματά ένα αμάξι με δύο άντρες μέσα, νεαρούς, ο 
 +ένας γύρω στα εικοσιπέντε, ο άλλος τριάντα, 
 +τριανταπέντε. 
 +
 +“Μόνη τέτοια ώρα, δεσποινίς”; ρωτά ο συνοδηγός. “Δεν θάταν καλύτερα"* να σας συνοδεύσουμε κάπου”; 
 +
 +Από ευγένεια, το παιδί πρωτεύει. Καλού κακού, 
 +εγώ τους μελετώ εξονυχιστικά μήπως και μου 
 +επιφυλάσσουν παγίδα. 
 +
 +“Ναι!” συμπληρώνει ο οδηγός του αμαξιού, 
 +σκύβοντας απάνω στο συνοδηγό για να με δει 
 +καλύτερα. 
 +
 +Τα παιδιά φαίνονται ακίνδυνα. Απλοί θνητοί κι’ 
 +οι δυο τους. “Εξαρτάται από που θα με συνοδεύσετε,” απαντώ τέλος εγώ. “Βλέπετε, 
 +είμαι καινούργια στην πόλη σας και δεν θα 
 +'λεγα όχι σε μια περιήγηση”. 
 +
 +“Εκεί που πάμε, δεν θα βρεις καλύτερα”, με 
 +διαβεβαιώνει ο νεότερος της παρέας που 
 +κρατά και το τιμόνι. 
 +
 +Μετά από μερικούς σταθμούς σε διάφορα μπαράκια του Τελ Αβίβ, οι δυο τους εισηγούνται να 
 +πάμε κάπου για χορό. Εγώ αυτό περίμενα ν’ 
 +ακούσω. 
 +
 +Σε λίγο, φτάνουμε σε μια ξεμοναχιασμένη, ακατοίκητη γειτονιά γεμάτη δυόροφες και τριόροφες κατοικίες δίχως πόρτες και παράθυρα. 
 +Στο υπόγειο μιας τέτοιας κατοικίας βρίσκεται 
 +μια δισκοθήκη. Στην είσοδο της, στέκουν δυο-τρεις πετσινο-ντυμένες αγριόφατσες που θα 
 +μας σταμπάρουν το χέρι αφού πρώτα πληρώσουμε. Τα παιδιά είναι πολύ γενναιόδωρα, 
 +δεν μ’ αφήνουν να πληρώσω τίποτα. 
 +
 +Από τη στιγμή, λοιπόν, που μπαίνω μέσα στη δισκοθήκη, το μυρίζομαι. Εδώ υπάρχουν κι άλλοι πολλοί σαν εμένα! Δυσκολεύομαι να κρατήσω 
 +μέσα μου τη χαρά που νοιώθω. 
 +
 +Οι δυο συνοδοί μου όμως, δεν φαίνονται και 
 +τόσο ενθουσιασμένοι. Ίσως άρχισαν να υποπτεύονται πως δεν πρόκειται να μείνω μαζί 
 +τους. Εδώ μέσα σίγουρα θα με χάσουν. Αφού 
 +πριν καν προσεγγίσω την πίστα, έλαβα τρεις ή 
 +τέσσερις προσκλήσεις, να χορέψω, κ' άλλα 
 +τόσα, ίσως και παραπάνω, φλερτ και μιλούμε μισοσκόταδο! 
 +
 +Στέκομαι στην άκρη της πίστας και χαζεύω. Θαμώνες όλων των ειδών και ποιοτήτων χορεύουν 
 +στο ρυθμό μιας καταπληκτικής μουσικής. Που 
 +τέτοιο γλέντι στον Όλυμπο. 
 +
 +“Με συγχωρείτε”, ακούω κάποιο να μου λέει, 
 +“νομίζω πως σας ξέρω από κάπου”. 
 +
 +Έχει μια φωνή ο κερατάς που τραντάζει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Δυο μέτρα γκόμενος, και βάλε. Δεν με πολυ-συγκινεί όμως η 
 +πρώτη του κουβέντα, την έχω ακούσει ξανά, 
 +έτσι δεν του δίνω και πολύ σημασία. 
 +
 +“Ναι, σίγουρα, αυτά τα όμορφα μάτια μου είναι 
 +γνώριμα”, επιμένει αυτός. 
 +
 +
 +Αυτά τα θνητά κομπλιμέντα μου τη δίνουν. 
 +Καμιά σημασία λοιπόν στον κύριο. 
 +
 +“Αυτό το γλυκό χαμόγελο πως θα μπορούσα να 
 +το ξεχάσω”. Ατού αυτός. 
 +
 +Οπόταν το πράμα αρχίζει να φτηνίζει πολύ και 
 +σηκώνομαι να φύγω. Τότε αυτός με αρπάζει 
 +ξαφνικά και κοιταζόμαστε για μια στιγμή. Ύστερα, αυτός αρχίζει να γελά ενώ εγώ στέκομαι 
 +απέναντι του σε πλήρη αμηχανία. 
 +
 +“Πολύ σου πάει το φουστανάκι, κούκλα. Μόνο 
 +που θάπρεπε ν’ αφήσεις καμιά τραβεστί με 
 +πείρα να σε μακιγιάρει”, λέει όταν σταματά επιτέλους το γέλιο. “Πάντως πολύ σε γουστάρω, 
 +κούκλα”. 
 +
 +Και τότε, μου κλείνει το ένα μάτι και προσθέτει: 
 +“Τί θάλεγες για ένα Jack Daniel's, έτσι για προθέρμανση δηλαδή;” 
 +
 +Βρε την πονηρούλα τη θεά Αγνώστων Ιδιοτήτων, πως μου την έσκασε έτσι; Αυτή εδώ σαν 
 +λεβέντης γκόμενος κι’ εγώ πρώτης τάξεως Ανατολίτικο μανούλι! 
 +
 +“Μπράβο”, της λέω, “δεν τόξερα πως τό' χες 
 +μέσα σου. Πώς νοιώθεις λοιπόν εκείνο το 
 +πράμα που κρέμμεται απ' τα σκέλη σου. Σ’ αρέσει, σ’ αρέσει;” 
 +
 +Σειρά μου να γελάσω. Εδώ που είμαστε, οι 
 +τύποι είναι περιττοί. 
 +
 +Έτσι λοιπόν, ο γκόμενος κι’ εγώ χορεύουμε για 
 +λίγο, έτσι για να παραπλανήσουμε τυχόν κατασκόπους, κι’ ύστερα καθόμαστε σε μια γωνιά 
 +και τα λέμε. Της ζητώ να κάνει κάτι για να κερδίσουμε το στοίχημα, αφού πρώτα της διηγηθώ 
 +τις περιπέτειες μου, πως έμπλεξα με την Αναστασία, το Πρωτο-Αρχοντιλίκι της κ.ο.κ. 
 +
 +Η θεά αρχίζει να δείχνει εκνευρισμένη. Φαίνεται να γνωρίζει την Αναστασία. 
 +
 +“Πάμε να φύγουμε από δω μέσα, κούκλα”, με 
 +παροτρύνει ο γκόμενος. “Πάμε κάπου πιο 
 +ήρεμα, να μπορέσουμε να γνωριστούμε καλύτερα”. 
 +
 +Πολύ πειστικός γκόμενος η θεά. 
 +
 +Κι’ εγώ δεν τα πηγαίνω άσχημα. Σαν καλή τσιγγάνα που είμαι, του ζητώ να με περιμένει στην 
 +είσοδο- πρέπει πρώτα να αποχαιρετήσω τους 
 +δυο μου συνοδούς. 
 +
 +“Μην αργήσεις”, μου ψυθιρίζει η θεά, “πρόκειται να επιστρέφω στον Όλυμπο απόψε”. 
 +
 +Λίγο αργότερα, βρισκόμαστε αγκαλιασμένοι 
 +δίπλα στον παραλιακό δρόμο του Τελ Αβίθ. 
 +Εκεί, η θεά μου εξηγεί πως η Αναστασία δεν 
 +είναι και τόσο θγητή όσο νομίζω. 
 +
 +“Είναι τουλάχιστον ημίθεα. Μπορεί και νάχει 
 +γίνει θεά, δεν είμαι βέβαιη”. 
 +
 +“Βέβαιος! είσαι γένος αρσενικού τώρα”, την 
 +υπενθυμίζω, ψυθιρίζοντας της στ’ αυτί. 
 +
 +“Βέβαιη!” φωνάζει αγριεμένα η θεά, “τι πάει να 
 +πει δεν ήσουν βέβαιη όταν ήρθες μαζί μου”. 
 +
 +“Έτσι μπράβο”, της ψυθιρίζω, καθώς προσπερνούμε ένα νεαρό ζευγάρι που περπατά 
 +ανέμελο, δίπλα από μια Λάσσι, η οποία οσφραίνεται τα πόδια όλων των περαστικών. 
 +
 +Όταν μας βλέπει εμάς, χωρίς όμως να μπορεί 
 +να μας μυριστεί - αφού οι θεοί είναι άοσμοι - 
 +σαστίζει κ' αρχίζει να γαυγίζει. 
 +
 +“Πάμε να φύγουμε από δω προτού γίνουμε 
 +θέαμα και μας πάρουν είδηση άλλοι θεοί”. 
 +
 +Η θεά φαίνεται πολύ ανήσυχη. 
 +
 +“Πρέπει να πάω πίσω αμέσως”, μου τονίζει. Κι 
 +ύστερα, με ακόμη πιο σοβαρό ύφος: “Εσύ, θα 
 +μείνεις εδώ, εγγονός της Αναστασίας, και θα 
 +κάνεις ό,τι σου λέει μέχρι να ξεδιαλύνω τη γνησιότητα του...” 
 +
 +“Του bourbon”, ευτυχώς την προλαβαίνω. Αν 
 +έλεγε του στοιχήματος, μπορούσε να την πατούσαμε άσχημα, μ’ όλους αυτούς τους κατασκόπους που βρίσκονται στο Τελ Αβίβ. 
 +
 +“Του ποιου”; ρωτά αχάμπαρη αυτή. 
 +
 +
 +“Του Jack Daniel's”. (Αυτό μου δίνει μια ιδέα για 
 +ύστερα). 
 +
 +“Ναι, ναι. Πρέπει να φύγω τώρα αμέσως. Θα 
 +πάμε πίσω στη γειτονιά της δισκοθήκης, θα κρυφτούμε σ’ ένα από κείνα τα άδεια σπίτια να 
 +ετοιμαστώ”, ψυθιρίζει τέλος η θεά. 
 +
 +Σε λίγο, ενώ αυτή βγάζει τη θνητή της περιβολή 
 +για ν’ ανέβει πίσω στον Όλυμπο, κι εγώ μεταμορφώνομαι από τσιγγάνα σε εγγονό της 
 +Αναστασίας, γυρίζω και της λέω πόσο πολύ τη 
 +γούσταρα σαν γκόμενο. ΚΓ αυτή, λίγο πριν 
 +χαθεί μέσα στα σύννεφα, αποκρίνεται: 
 +
 +“Δεν τέλειωσα ακόμη μαζί σου, κούκλα”. 
 +
 +* * * 
 +
 +“Που εγύριζες ούλλη νύκτα, ανεπρόκοπε;” με 
 +μαλώνει το επόμενο πρωί η Αναστασία. “Ούλλα 
 +τα μαθαίνω, ούλλα! Εκατάλαβες;” 
 +
 +Θέλω να της πω να σκάσει και να πάει στο διάολο, μα αντί αυτού ξεραίνω. Ήπια πολύ παγιάτικο γήινο κρασί το προηγούμενο βράδυ και 
 +δεν ήμουν συνηθισμένος. 
 +
 +“Πρόσεξε πολλά καλά. Που δαμέ τζιαι να πάει 
 +εν να κάμνεις ότι σου λαλώ εγώ.”. (Παράξενο, 
 +αυτό μου τό πε κι’ η θέα)! “Τζιαι πρώτα - πρώτα 
 +εν να κόψεις ούλλην τζίνην την ασουλούππωτην μαλλούππα τζιαι να γενείς άδρωπος...” 
 +
 +
 +Πάει, λοιπόν, η γιαγιά. Χάνεται στα έγκατα της 
 +θνητότητας της. Και θεά νά' ναι, με τέτοια διάλεκτο δε νομίζω να επιστρέφει στον Όλυμπο. 
 +
 +
 +“Γιαγιά”, της λέω εγώ, προσπαθώντας να βρω τι 
 +άλλο εκτός από γιαγιά μπορεί να είναι αυτή η 
 +μουμιασμένη υπόσταση με καμπούρα σε σχήμα 
 +φτυαριού. 
 +
 +“Σταμάτα να μου γλυκομιλάς, ψεύτη, τζιαι 
 +πεμου ποιον είδες εψές”, συνεχίζει, εκβιάζοντας με με το μπαστούνι της. 
 +
 +“Ωραία, αφού επιμένεις”, απαντώ. “Εψές εγνώρισα μιαν ωραίαν ύπαρξην, ήπιαμε λίγο παραπάνω και μετά πήγαμε σ’ ένα ξενοδοχείο και...”
 +
 +
 +“Σκάσε, σκάσε εν θέλω να ξέρω”, ξελαρυγγίζεται η Αναστασία. Όταν συνέλθει, με 
 +ρωτά αν μας είδε κανένας άλλος. 
 +
 +“Τι κι’ αν μας είδε κανένας...” 
 +
 +“Ρε αθεόφοβε”, ξανα-ξελαρυγγίζεται αυτή σε 
 +σημείο που αρχίζει να ακούεται σαν μια μακρινή 
 +φωνή μέσα στα παράσιτα ενός τηλεοπτικού 
 +σταθμού πού' χει πάθει βλάβη: “Εν να κά-μεις, 
 +ό,τι λαλώ εγιώ, ει-δε-μί εννά σε πε-τά-ξω έξω 
 +να σε φάν οι σσί-λοι...”, κ.ο.κ. 
 +
 +Με τέτοιους εκβιασμούς, ποιος θα μπορούσε 
 +να τα βγάλει πέρα με την Αναστασία; Συμφωνώ, 
 +λοιπόν, ν’ ακολουθήσω πιστά τα σχέδια της. Και 
 +πρώτα απ' όλα η δεξίωση. Μάλιστα, για να με 
 +υποδείξει ποιος άλλος;... η κωλόγρια η Αναστασία - ως τον επόμενο Πρώτο Άρχοντα! 
 +
 +“Και εις ανώτερα, γιαγιάκα! Αφού με θέλεις 
 +Πρώτο Άρχοντα, σκατένη, κάμε με Πρώτο Άρχοντα. Μα η φωνή σου δε βγαίνει, αλλά και νά' 
 +βγαίνε θα μας έκανες όλους ρεζίλι. Γ' αυτό 
 +πάψε τους εκφοβισμούς σου, κωλόγρια, κι άκου 
 +τι θέλω από εσένα”. 
 +
 +Η γιαγιά σαν νά' χει πάθει ηλεκτροσόκ απάνω 
 +στου τελευταίου τύπου αναπηρική της καρέκλα. 
 +
 +“Πα-πα-παρ...”, τώρα όχι μόνο μοιάζει με γαλή να, ακούεται και σαν γαλήνα. “Πάρ-ταρ-δε”, 
 +θέλει να πει μπάσταρδε αλλά η φωνή της δεν 
 +βγαίνει. 
 +
 +“Τίποτα δεν βγαίνει πια, γιατί προσπάθησες να 
 +παίξεις το φασιστικό σου παιχνίδι πάνω μου, νομίζοντας πως πάντα κερδά αυτός που φωνάζει 
 +παραπάνω. Να τώρα που την έπαθες επειδή εγώ 
 +δεν είμαι σαν τον κωλόγερο τον άντρα σου που 
 +σε περνούσε για σάρκα υπηρεσίας κι εσύ, αντί 
 +να ξεσπάς πάνω του, τα 'βγαζες πάνω σ’ εκείνους που δεν έφταιγαν.” 
 +
 +Αυτό ήταν. Η γιαγιά Αναστασία παθαίνει αμόκ. 
 +Καταπίνει τη μασέλα της, εγείρεται απ' την αναπηρική της καρέκλα και πέφτει μπρούμυτα 
 +μπροστά στα πόδια μου. 
 +
 +“Με θέλεις Πρώτο Άρχοντα, ε! Πάρε, λοιπόν μια 
 +γεύση από Πρώτο Άρχοντα”. 
 +
 +Τα χείλη της κινούνται απεγνωσμένα σαν να θέλουν να με δαγκώσουν αντί αυτού, σχηματίζουν 
 +τη λέξη κα-τα-λα-μέ-νε.
 +
 +“Μπρος ετοιμάσου για τη δεξίωση, και μη ξεχάσεις να σερβίρεις Jack Daniel's αντί σαμπάνια”. 
 +
 +“Κύλε! Κύλε!...” 
 +
 +* * * 
 +
 +
 +Και φτάνουμε αισίως στη νύκτα της δεξίωσης. 
 +Μια νύκτα γεμάτη αποκαλύψεις αφού Θεοί, 
 +Θεές, Ημίθεοι και Ημίθεες ενώνονται με τους 
 +θνητούς σ’ ένα ξέφρενο παλμό, που δημιουργείται μέσα απ' την αγωνία για τ’ αποτέλεσμα κάποιου παλιού, μεγάλου, Ολυμπιακού 
 +στοιχήματος. 
 +
 +Ο Πρώτος Άρχοντας θα βρέθει σε λίγο αντιμπετωπος με το Θεό που αναζητεί. Βαλτοί κι' απ΄ τις δυο παρατάξεις κραυγάζουν συνθήματα που φτάνουν στα αυτιά μου σαν φράσεις που ακούει κανείς σε αγώνες ιπποδρομίας: "Πάρα του Ασύλληπτη, Έλα Πέντε, Βάλε πρώτη Σουήτ Λίλυ" κ.ο.κ
 +
 +Η γιαγιά Αναστασία, πρώτη και καλύτερη στη 
 +δεξίωση, μες τη κατάμαυρη τουαλέτα της, 
 +καθιστή στην αναπηρική της, μοιάζει με επιτάφιο δίχως άνθη. Ο προσωπάρχης της 
 +βρήκε την τέλεια λύση για το χάσιμο της 
 +φωνής της. Αφού δωροδοκήθηκε από τον 
 +υποφαινόμενο εγγονό της, της ετοίμασε μια 
 +κασέτα με πρώτης τάξεως “καθαρευουσιάνικα”. Με τη βοήθεια ενός μοχλού που βρίσκεται κρυμμένος στο μανίκι 
 +της θα μπορεί να κάνει όλο το διάλογο που 
 +χρειάζεται για να τα βγάλει πέρα με όλους 
 +τους καλεσμένους της. 
 +
 +Δυστυχώς όμως, ο προσωπάρχης της, καθότι 
 +βλήμα, ξέχασε να αποφύγει τα γένη αρσενικού 
 +και θηλυκού. Κι έτσι, το πρώτο πρόβλημα παρουσιάζεται όταν καταφθάνει η Πρέσβειρα των 
 +Ηνωμένων Πολιτειών. Η γιαγιά πατά το μοχλό 
 +κ' αρχίζει να παίζει το μαγνητόφωνο: “Καλώς 
 +ήρθατε κύριε Πρεσβευτά. Μεγάλη μας τιμή...” 
 +κ.ο.κ. 
 +
 +Η Πρέσβειρα, ήδη σαστισμένη απ' τη μακάβρια 
 +εμφάνιση της Αναστασίας, τα χάνει προς στιγμής και γυρίζει πίσω προς τους σωματοφύλακες 
 +της, γεμάτη αμηχανία. Ένας απ' αυτούς - ουρανοξύστης ο άτιμος - προσπερνά την Πρέσβειρα, παίρνει το χέρι της γιαγιάς, το ασπάζεται και της λέγει: “Κκα-λόους σας βρήκκαμι, κκυρρία Ανε-στη-σία”. 
 +
 +
 +Η γιαγιά αγαλλιάζεται απ' την παρουσία τέτοιου παίδαρου, κι ας 
 +την έχει πει αναισθησία! 
 +
 +“Παρακαλώ, περάστε,” ακούεται 
 +ξανά το μαγνητόφωνο της Αναστασίας. 
 +
 +Κ' η Πρέσβειρα με τη συνοδεία 
 +της κατευθύνεται προς το πίσω 
 +μέρος του σπιτιού όπου οι πα- 
 +ρευρισκόμενοι απολαμβάνουν νόστιμα εδέσματα - μεταξύ άλλων 
 +και ψητό κόκκορα απ' τα ίδια τα 
 +χέρια της γιαγιάς. 
 +
 +(Τώρα, φτάνουμε στο παρα-πέντε 
 +των αποκαλύψεων που μπορώ να 
 +πω θα ζήλευε ακόμη κι’ ο Άγιος Ιωάννης). Η γιαγιά, μισοκοιμισμένη 
 +ακολουθεί την Πρέσβειρα και τους συνοδούς της 
 +και σε λίγο ξαναπατά το μοχλό. Το μαγνητόφωνο, 
 +που βρίσκεται κρυμμένο κάτω απ' τη φούστα της 
 +αρχίζει να παίζει άλλη μια φορά: “Θα μας κάνετε 
 +την τιμήν να δοκιμάσετε τα εδέσματα μας και να 
 +πιείτε εις υγιείαν του νέου Πρώτου Άρχοντος 
 +ένα Τζοκ Ντάνιελ! 
 +
 +Ακούγοντας αυτό η Πρέσβειρα, πέφτει στο 
 +έδαφος απ' το γέλιο, και λίγο αργότερα πέφτει 
 +από πάνω της η γιαγιά Αναστασία, πού 'χει στο 
 +μεταξύ ξυπνήσει απ' τα χάχανα της πρώτης. 
 +Και σαν να μην έφτανε αυτό, η γριά επαναβρίσκει τη χαμένη της φωνούλα, θεός φυλάξει! 
 +
 +“Ποια νομίζεις πως είσαι, σκύλλα”, ξεφωνίζει η  γριά καθώς αρπάζει την Πρέσβειρα απ' τα μαλιά κι αρχίζει να τη δαγκώνει. “Μια πουτάνα είσαι, 
 +τίποτε παραπάνω”. 
 +
 +“Πουτάνα”! 
 +
 +Και δώστου δαγκωματιές η Αναστασία, μέχρι 
 +που της βγαίνει η μασέλα πάνω στη σάρκα της 
 +λιπόθυμης Πρέσβειρας. 
 +
 +“Κύ-λα! Κύ-λα”! 
 +
 +* * * 
 +
 +
 +Κανένας από εμάς δεν μπορούσε να τη γλυτώσει απ' τα χέρια της Αναστασίας. Μόνο ο Δίας 
 +μπορούσε. Γιατί στην πραγματικότητα, η Πρέσβειρα των ΗΠΑ ήταν η θεά Αγνώστων Ιδιοτήτων, η οποία υπήρξε κάποτε θνητή και την 
 +οποία επήδησε ο Δίας ο καραπουτζουκλής και 
 +εγέννησε, μεταξύ άλλων, τον Κάστωρ πούγινε 
 +Πρώτος Άρχοντας της Γης... 
 +
 +“Ακούσε εκεί Κάστωρ, ούτε σκύλλος νά' 
 +ταν” ψυθιρίζω κι’ έπειτα αρχίζω να γελώ. 
 +
 +Οπόταν αρχίζει ένας δεύτερος τρικούβερτος 
 +καυγάς. Μόνο που αυτή τη φορά, θύτης είναι ο 
 +Πρώτος Άρχοντας και θύμα του, εγώ! 
 +
 +Κερατάδες θεοί, σώβρακο δεν έχετε να φορέσετε, αλλά το στοιχη ματάκι σας το παίζεται. 
 +Ας πάρει, λοιπόν, τη θέση μου ο Κάστορας. 
 +Έτσι, για να σας δω να χάνετε κι εσείς μια 
 +φορά. Εγώ προτιμώ να μείνω εδώ πέρα, ακόμη 
 +κι’ αν πρέπει να κρατήσω την υπόσχεση μου 
 +στην κωλόγρια να ξε-ταριχεύσω τον Λένιν. Άλλωστε, τι Πολυδεύκης θά' μουν! 
 +----
 +(Στο επόμενο τεύχος: Ποια ήταν στην πραγματικότητα η Αναστασία). 
 +
 +{{tag> Κατάσταση:"Χρειάζεται Μετάφραση":"Χρειάζεται Τούρκικη Μετάφραση" Κατάσταση:"Χρειάζεται Μετάφραση":"Χρειάζεται Αγγλική Μετάφραση"
 +"Περιοδικά":"Τραίνο στην πόλη (Περιοδικό)":"Τραίνο στην πόλη - Τεύχος 11"
 +"Δεκαετία":"Δεκαετία 1990-1999"
 +Χρονιά:"1994"
 +Τοποθεσίες:Λεμεσός
 +}}
  
el/magazines/traino/no_11/jackdaniels.1597332383.txt.gz · Last modified: 2020/08/13 15:26 by no_name12