This shows you the differences between two versions of the page.
Both sides previous revision Previous revision Next revision | Previous revision | ||
el:magazines:traino:no_11:jackdaniels [2020/08/13 15:57] no_name12 |
el:magazines:traino:no_11:jackdaniels [2020/08/13 16:15] (current) no_name12 |
||
---|---|---|---|
Line 583: | Line 583: | ||
κάνεις ό,τι σου λέει μέχρι να ξεδιαλύνω τη γνησιότητα του...” | κάνεις ό,τι σου λέει μέχρι να ξεδιαλύνω τη γνησιότητα του...” | ||
- | “Του | + | “Του |
έλεγε του στοιχήματος, | έλεγε του στοιχήματος, | ||
+ | “Του ποιου”; | ||
+ | |||
+ | “Του Jack Daniel' | ||
+ | ύστερα). | ||
+ | |||
+ | “Ναι, ναι. Πρέπει να φύγω τώρα αμέσως. Θα | ||
+ | πάμε πίσω στη γειτονιά της δισκοθήκης, | ||
+ | ετοιμαστώ”, | ||
+ | |||
+ | Σε λίγο, ενώ αυτή βγάζει τη θνητή της περιβολή | ||
+ | για ν’ ανέβει πίσω στον Όλυμπο, | ||
+ | Αναστασίας, | ||
+ | γούσταρα σαν γκόμενο. ΚΓ αυτή, λίγο πριν | ||
+ | χαθεί μέσα στα σύννεφα, | ||
+ | |||
+ | “Δεν τέλειωσα ακόμη μαζί σου, κούκλα”. | ||
+ | |||
+ | * * * | ||
+ | |||
+ | “Που εγύριζες ούλλη νύκτα, ανεπρόκοπε; | ||
+ | μαλώνει το επόμενο πρωί η Αναστασία. “Ούλλα | ||
+ | τα μαθαίνω, | ||
+ | |||
+ | Θέλω να της πω να σκάσει και να πάει στο διάολο, | ||
+ | δεν ήμουν συνηθισμένος. | ||
+ | |||
+ | “Πρόσεξε πολλά καλά. Που δαμέ τζιαι να πάει | ||
+ | εν να κάμνεις ότι σου λαλώ εγώ.”. (Παράξενο, | ||
+ | αυτό μου τό πε κι’ η θέα)! “Τζιαι πρώτα - πρώτα | ||
+ | εν να κόψεις ούλλην τζίνην την ασουλούππωτην μαλλούππα τζιαι να γενείς άδρωπος...” | ||
+ | |||
+ | |||
+ | Πάει, λοιπόν, | ||
+ | θνητότητας της. Και θεά νά' ναι, με τέτοια διάλεκτο δε νομίζω να επιστρέφει στον Όλυμπο. | ||
+ | |||
+ | |||
+ | “Γιαγιά”, | ||
+ | άλλο εκτός από γιαγιά μπορεί να είναι αυτή η | ||
+ | μουμιασμένη υπόσταση με καμπούρα σε σχήμα | ||
+ | φτυαριού. | ||
+ | |||
+ | “Σταμάτα να μου γλυκομιλάς, | ||
+ | πεμου ποιον είδες εψές”, | ||
+ | |||
+ | “Ωραία, | ||
+ | |||
+ | |||
+ | “Σκάσε, | ||
+ | ρωτά αν μας είδε κανένας άλλος. | ||
+ | |||
+ | “Τι κι’ αν μας είδε κανένας...” | ||
+ | |||
+ | “Ρε αθεόφοβε”, | ||
+ | σημείο που αρχίζει να ακούεται σαν μια μακρινή | ||
+ | φωνή μέσα στα παράσιτα ενός τηλεοπτικού | ||
+ | σταθμού πού' | ||
+ | ό,τι λαλώ εγιώ, ει-δε-μί εννά σε πε-τά-ξω έξω | ||
+ | να σε φάν οι σσί-λοι...”, | ||
+ | |||
+ | Με τέτοιους εκβιασμούς, | ||
+ | να τα βγάλει πέρα με την Αναστασία; | ||
+ | λοιπόν, | ||
+ | πρώτα απ' όλα η δεξίωση. Μάλιστα, | ||
+ | υποδείξει ποιος άλλος; | ||
+ | |||
+ | “Και εις ανώτερα, | ||
+ | Πρώτο Άρχοντα, | ||
+ | βγαίνε θα μας έκανες όλους ρεζίλι. Γ' αυτό | ||
+ | πάψε τους εκφοβισμούς σου, κωλόγρια, | ||
+ | τι θέλω από εσένα”. | ||
+ | |||
+ | Η γιαγιά σαν νά' χει πάθει ηλεκτροσόκ απάνω | ||
+ | στου τελευταίου τύπου αναπηρική της καρέκλα. | ||
+ | |||
+ | “Πα-πα-παρ...”, | ||
+ | θέλει να πει μπάσταρδε αλλά η φωνή της δεν | ||
+ | βγαίνει. | ||
+ | |||
+ | “Τίποτα δεν βγαίνει πια, γιατί προσπάθησες να | ||
+ | παίξεις το φασιστικό σου παιχνίδι πάνω μου, νομίζοντας πως πάντα κερδά αυτός που φωνάζει | ||
+ | παραπάνω. Να τώρα που την έπαθες επειδή εγώ | ||
+ | δεν είμαι σαν τον κωλόγερο τον άντρα σου που | ||
+ | σε περνούσε για σάρκα υπηρεσίας κι εσύ, αντί | ||
+ | να ξεσπάς πάνω του, τα ' | ||
+ | |||
+ | Αυτό ήταν. Η γιαγιά Αναστασία παθαίνει αμόκ. | ||
+ | Καταπίνει τη μασέλα της, εγείρεται απ' την αναπηρική της καρέκλα και πέφτει μπρούμυτα | ||
+ | μπροστά στα πόδια μου. | ||
+ | |||
+ | “Με θέλεις Πρώτο Άρχοντα, | ||
+ | γεύση από Πρώτο Άρχοντα”. | ||
+ | |||
+ | Τα χείλη της κινούνται απεγνωσμένα σαν να θέλουν να με δαγκώσουν αντί αυτού, σχηματίζουν | ||
+ | τη λέξη κα-τα-λα-μέ-νε. | ||
+ | |||
+ | “Μπρος ετοιμάσου για τη δεξίωση, | ||
+ | |||
+ | “Κύλε! Κύλε!...” | ||
+ | |||
+ | * * * | ||
+ | |||
+ | |||
+ | Και φτάνουμε αισίως στη νύκτα της δεξίωσης. | ||
+ | Μια νύκτα γεμάτη αποκαλύψεις αφού Θεοί, | ||
+ | Θεές, Ημίθεοι και Ημίθεες ενώνονται με τους | ||
+ | θνητούς σ’ ένα ξέφρενο παλμό, που δημιουργείται μέσα απ' την αγωνία για τ’ αποτέλεσμα κάποιου παλιού, | ||
+ | στοιχήματος. | ||
+ | |||
+ | Ο Πρώτος Άρχοντας θα βρέθει σε λίγο αντιμπετωπος με το Θεό που αναζητεί. Βαλτοί κι' απ΄ τις δυο παρατάξεις κραυγάζουν συνθήματα που φτάνουν στα αυτιά μου σαν φράσεις που ακούει κανείς σε αγώνες ιπποδρομίας: | ||
+ | |||
+ | Η γιαγιά Αναστασία, | ||
+ | δεξίωση, | ||
+ | καθιστή στην αναπηρική της, μοιάζει με επιτάφιο δίχως άνθη. Ο προσωπάρχης της | ||
+ | βρήκε την τέλεια λύση για το χάσιμο της | ||
+ | φωνής της. Αφού δωροδοκήθηκε από τον | ||
+ | υποφαινόμενο εγγονό της, της ετοίμασε μια | ||
+ | κασέτα με πρώτης τάξεως “καθαρευουσιάνικα”. Με τη βοήθεια ενός μοχλού που βρίσκεται κρυμμένος στο μανίκι | ||
+ | της θα μπορεί να κάνει όλο το διάλογο που | ||
+ | χρειάζεται για να τα βγάλει πέρα με όλους | ||
+ | τους καλεσμένους της. | ||
+ | |||
+ | Δυστυχώς όμως, ο προσωπάρχης της, καθότι | ||
+ | βλήμα, ξέχασε να αποφύγει τα γένη αρσενικού | ||
+ | και θηλυκού. Κι έτσι, το πρώτο πρόβλημα παρουσιάζεται όταν καταφθάνει η Πρέσβειρα των | ||
+ | Ηνωμένων Πολιτειών. Η γιαγιά πατά το μοχλό | ||
+ | κ' αρχίζει να παίζει το μαγνητόφωνο: | ||
+ | ήρθατε κύριε Πρεσβευτά. Μεγάλη μας τιμή...” | ||
+ | κ.ο.κ. | ||
+ | |||
+ | Η Πρέσβειρα, | ||
+ | εμφάνιση της Αναστασίας, | ||
+ | της, γεμάτη αμηχανία. Ένας απ' αυτούς - ουρανοξύστης ο άτιμος - προσπερνά την Πρέσβειρα, | ||
+ | |||
+ | |||
+ | Η γιαγιά αγαλλιάζεται απ' την παρουσία τέτοιου παίδαρου, | ||
+ | την έχει πει αναισθησία! | ||
+ | |||
+ | “Παρακαλώ, | ||
+ | ξανά το μαγνητόφωνο της Αναστασίας. | ||
+ | |||
+ | Κ' η Πρέσβειρα με τη συνοδεία | ||
+ | της κατευθύνεται προς το πίσω | ||
+ | μέρος του σπιτιού όπου οι πα- | ||
+ | ρευρισκόμενοι απολαμβάνουν νόστιμα εδέσματα - μεταξύ άλλων | ||
+ | και ψητό κόκκορα απ' τα ίδια τα | ||
+ | χέρια της γιαγιάς. | ||
+ | |||
+ | (Τώρα, φτάνουμε στο παρα-πέντε | ||
+ | των αποκαλύψεων που μπορώ να | ||
+ | πω θα ζήλευε ακόμη κι’ ο Άγιος Ιωάννης). Η γιαγιά, | ||
+ | ακολουθεί την Πρέσβειρα και τους συνοδούς της | ||
+ | και σε λίγο ξαναπατά το μοχλό. Το μαγνητόφωνο, | ||
+ | που βρίσκεται κρυμμένο κάτω απ' τη φούστα της | ||
+ | αρχίζει να παίζει άλλη μια φορά: “Θα μας κάνετε | ||
+ | την τιμήν να δοκιμάσετε τα εδέσματα μας και να | ||
+ | πιείτε εις υγιείαν του νέου Πρώτου Άρχοντος | ||
+ | ένα Τζοκ Ντάνιελ! | ||
+ | |||
+ | Ακούγοντας αυτό η Πρέσβειρα, | ||
+ | έδαφος απ' το γέλιο, και λίγο αργότερα πέφτει | ||
+ | από πάνω της η γιαγιά Αναστασία, | ||
+ | μεταξύ ξυπνήσει απ' τα χάχανα της πρώτης. | ||
+ | Και σαν να μην έφτανε αυτό, η γριά επαναβρίσκει τη χαμένη της φωνούλα, | ||
+ | |||
+ | “Ποια νομίζεις πως είσαι, σκύλλα”, | ||
+ | τίποτε παραπάνω”. | ||
+ | |||
+ | “Πουτάνα”! | ||
+ | |||
+ | Και δώστου δαγκωματιές η Αναστασία, | ||
+ | που της βγαίνει η μασέλα πάνω στη σάρκα της | ||
+ | λιπόθυμης Πρέσβειρας. | ||
+ | |||
+ | “Κύ-λα! Κύ-λα”! | ||
+ | |||
+ | * * * | ||
+ | |||
+ | |||
+ | Κανένας από εμάς δεν μπορούσε να τη γλυτώσει απ' τα χέρια της Αναστασίας. Μόνο ο Δίας | ||
+ | μπορούσε. Γιατί στην πραγματικότητα, | ||
+ | οποία επήδησε ο Δίας ο καραπουτζουκλής και | ||
+ | εγέννησε, | ||
+ | Πρώτος Άρχοντας της Γης... | ||
+ | |||
+ | “Ακούσε εκεί Κάστωρ, | ||
+ | ταν” ψυθιρίζω κι’ έπειτα αρχίζω να γελώ. | ||
+ | |||
+ | Οπόταν αρχίζει ένας δεύτερος τρικούβερτος | ||
+ | καυγάς. Μόνο που αυτή τη φορά, θύτης είναι ο | ||
+ | Πρώτος Άρχοντας και θύμα του, εγώ! | ||
+ | |||
+ | Κερατάδες θεοί, σώβρακο δεν έχετε να φορέσετε, | ||
+ | Ας πάρει, λοιπόν, | ||
+ | Έτσι, για να σας δω να χάνετε κι εσείς μια | ||
+ | φορά. Εγώ προτιμώ να μείνω εδώ πέρα, ακόμη | ||
+ | κι’ αν πρέπει να κρατήσω την υπόσχεση μου | ||
+ | στην κωλόγρια να ξε-ταριχεύσω τον Λένιν. Άλλωστε, | ||
+ | ---- | ||
+ | (Στο επόμενο τεύχος: | ||
+ | |||
+ | {{tag> Κατάσταση:" | ||
+ | " | ||
+ | " | ||
+ | Χρονιά:" | ||
+ | Τοποθεσίες: | ||
+ | }} | ||