—
—
Αυτό το ηλεκτρονικό άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της ομάδας 1917 στις 27/11/23.
Ο αντιφατικός χαρακτήρας του Κεφαλαίου
Ο καπιταλισμός είναι αδικαιολόγητος επειδή είναι μια αυτο-αντιφατική κοινωνική μορφή και τρόπος παραγωγής. Με τον όρο «αυτο-αντιφατικός» εννοούμε ότι ο καπιταλισμός περιέχει μέσα του τάσεις ή δυνάμεις που αντιτίθενται η μια στην άλλη. Για να δώσουμε μια ατελή αναλογία: αναλογιστείτε ένα άτομο που θέλει ταυτόχρονα και να περνά πολύ χρόνο με την οικογένειά του, αλλά και να διασφαλίσει ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο για την οικογένειά του καθώς είναι φτωχοί. Το εν λόγω άτομο δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις δυο αυτές επιθυμίες του ταυτόχρονα. Στην προσπάθειά του να αποκτήσει υψηλό βιοτικό επίπεδο χρειάζεται να δουλεύει πολύ, κάτι που το εμποδίζει από το να περνά πολύ χρόνο με την οικογένειά του. Το άτομό μας βιώνει μια αυτο-αντίφαση. Στην καθομιλουμένη, θα λέγαμε πώς βρίσκεται σε κρίση. Ο καπιταλισμός περιέχει μια τέτοια αυτο-αντίφαση, την οποία αποκαλούμε αυτο-αντίφαση του κεφαλαίου.
Η αντίφαση του κεφαλαίου είναι μια αυτο-αντίφαση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Οι σχέσεις ωθούν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μα ταυτόχρονα την εμποδίζουν. Ωθούν αυτή την ανάπτυξη στην προσπάθειά τους να μεγιστοποιήσουν την παραγωγή αξίας, και την εμποδίζουν στην προσπάθειά τους να κρατήσουν ζωντανή την παραγωγή αξίας και να διατηρήσουν την αξία σαν το μέτρο του πλούτου. Άρα, η αντίφαση μεταξύ των σχέσεων και των δυνάμεων προκαλείται από την εσωτερική τάση των σχέσεων και να θέτουν και να υποσκάπτουν την αξία σαν το μέτρο του πλούτου. Οδηγεί σε ολοένα και πιο καταστροφικές κρίσεις οι οποίες βλάπτουν την ανθρωπότητα, και οι οποίες άρα καθιστούν τον καπιταλισμό μια αδικαιολόγητη κοινωνική μορφή. Προχωρούμε σε επεξήγηση αυτών των αξιώσεων.
I. Αξία και Καπιταλιστική Παραγωγή
Για να κατανοήσουμε την αυτο-αντίφαση του κεφαλαίου, χρειάζεται να θυμόμαστε ότι η αστική ή καπιταλιστική παραγωγή είναι παραγωγή βασισμένη στην αξία που παράχθηκε από τη μισθωτή εργασία. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την αξία είναι σημαντικός, καθώς καθορίζει τι μετρά σαν πολύτιμο στην κοινωνία μας. Η αξία, με τον Μαρξικό τεχνικό ορισμό που χρησιμοποιούμε εδώ, είναι η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία που είναι αντικειμενοποιημένη στα προϊόντα που φτιάχνουμε κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Αυτό το είδος αξίας εμφανίζεται με τη μορφή της ανταλλακτικής αξίας των προϊόντων και αντιπροσωπεύεται από τις τιμές τους. Είναι διαφορετικό είδος από την αξία χρήσης, που αναφέρεται στη συγκεκριμένη χρησιμότητα που το κάθε προϊόν έχει για τους ανθρώπους. Ο Μαρξ θεωρεί πως η αξία με αυτή την ειδική έννοια είναι η βασική μορφή αξίας στην καπιταλιστική κοινωνία: αυτό που έχει την περισσότερη σημασία στην κοινωνία μας είναι η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία ή αξία αντικειμενοποιημένη στα προϊόντα που φτιάχνουμε.
Όπως δείξαμε με περισσότερη λεπτομέρεια στο κεφάλαιο για την εκμετάλλευση, η παραγωγή που βασίζεται στην αξία είναι παραγωγή που προϋποθέτει και εξαρτάται από την ικανότητα της ανθρώπινης εργατικής δύναμης να παράγει υπεραξία. Το κεφάλαιο είναι αυτοαξιοποιούμενη αξία: είναι αξία που ωθεί μια οικονομική διαδικασία οδηγώντας στην αξιοποίησή της, δηλαδή, στην αύξησή της σαν αξία.[1] Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι το οικονομικό οικοδόμημα που υπάρχει με σκοπό την προώθηση της αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου, δηλαδή, με σκοπό την παραγωγή υπεραξίας. Κάτω από τις υπάρχουσες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, η εργατική δύναμη του κάθε εργάτη αναλώνεται άμεσα στο χώρο εργασίας για την παραγωγή εμπορευμάτων, δηλαδή, προϊόντων που πέρα από το να έχουν χρησιμότητα ή αξία χρήσης είναι και αποθήκες της αντικειμενοποιημένης εργασίας των εργατών. Η ποσότητα της εργασίας που είναι αντικειμενοποιημένη σε ένα εμπόρευμα είναι η αξία του, και η μονάδα μέτρησης της είναι ο χρόνος εργασίας.
Εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία να αναλογιστούμε ότι η αξία είναι μια ιστορική, και όχι μια φυσική και διιστορική, κατηγορία. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η αξία είναι ένα ιστορικά συγκεκριμένο μέτρο κοινωνικού πλούτου.[2] Αυτό σημαίνει ότι ενώ τα προϊόντα της εργασίας πάντα είναι χρήσιμα και άρα είναι πάντα μέρος του συνολικού πλούτου της κοινωνίας, είναι αποθήκες αντικειμενοποιημένης εργασίας, δηλαδή αξίας, μόνο σε μια συγκεκριμένη εποχή ανάπτυξης, συγκεκριμένα, στη σημερινή νεωτερική εποχή. Αυτό δεν σημαίνει πως η αξία υπάρχει πάντα αλλά μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε την ύπαρξή της μόνο στη νεωτερική περίοδο, όπως λανθασμένα πίστευαν οι κλασσικοί αστοί πολιτικοί οικονομολόγοι Άνταμ Σμιθ και Ντέιβιντ Ρικάρντο. Αντ’ αυτού σημαίνει πως οι άνθρωποι δεν μετρούσαν πάντοτε τον κοινωνικό πλούτο με όρους χρόνου εργασίας. Δεν ταύτιζαν πάντα τον πλούτο με την αξία. Ο Σμιθ και ο Ρικάρντο έπαιρναν σαν δεδομένο ότι η εργασία που παράγει αξία ήταν και θα παραμείνει για πάντα η πηγή του κοινωνικού πλούτου, αλλά είναι μόνο η πηγή και το μέτρο του κοινωνικού πλούτου στη συγκεκριμένη κοινωνία στην οποία ζούμε, στον καπιταλισμό. Η αξία είναι μια αφηρημένη κατηγορία η ύπαρξη της οποίας είναι αποτέλεσμα κοινωνικών πρακτικών· υπάρχει και έχει σημασία μόνο επειδή θεωρούμε πως υπάρχει και έχει σημασία. Συνεπώς, υπάρχει η πιθανότητα ότι στο μέλλον δεν θα αντιπροσωπεύουμε και δεν θα μετρούμε τον πλούτο χρήσιμων αντικειμένων που παράγει η εργασία με όρους χρόνου εργασίας. (Θα δούμε παρακάτω σε περισσότερο βάθος πώς η αξία και ο πλούτος μπορούν να διαχωριστούν.)
Η λογική της καπιταλιστικής παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα είναι να αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας ούτως ώστε να μεγιστοποιεί το κέρδος, και αυτό διεκπεραιώνεται κατά κύριο λόγο μέσω της ανάπτυξης και εφαρμογής της τεχνολογίας στην παραγωγή. Ενόσω η καπιταλιστική παραγωγή αναπτύσσεται, η άμεση δαπάνη εργατικής δύναμης τείνει να παίζει ολοένα και λιγότερο κεντρικό ρόλο σ ’αυτήν, με την τεχνολογία (π.χ., αυτόματα μηχανήματα) να την αντικαθιστά σαν την κύρια παραγωγική δύναμη και να την καθιστά δευτερεύουσα. Η τεχνολογία είναι το αποτέλεσμα της ανάπτυξης της επιστήμης· είναι η αντικειμενοποίηση της παραγωγικής δύναμης της επιστήμης. Η επιστήμη είναι η συλλογική γνώση της ανθρωπότητας, με την έννοια ότι είναι το συσσωρευμένο προϊόν της προσπάθειας και των ανακαλύψεων πολλών ανθρώπων από γενιά σε γενιά· συνεπώς, η τεχνολογία είναι η αντικειμενοποίηση της συλλογικής γνώσης της ανθρωπότητας. Ως αντικειμενοποιημένη εργασία, είναι (πάγιο) κεφάλαιο (άψυχα μέσα παραγωγής όπως εργαλεία, αυτόματα μηχανήματα κλπ.), σε αντιπαραβολή με τη ζωντανή εργασία που δαπανούν οι εργάτες. Η καπιταλιστική παραγωγή γίνεται ολοένα και περισσότερο «η τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης» [Μαρξ], και όχι η άμεση δαπάνη της ζωντανής εργασίας των εργατών.[3] Οι τελευταίοι τείνουν να υποβιβάζονται σε επιτηρητές της εφαρμογής της επιστήμης. Τα μέσα εργασίας μοιάζουν πλέον με δυνάμεις της φύσης δαμασμένες από τους ανθρώπους· κυριαρχούμε στη φύση μέσω της επιστήμης και αυτή η κυριαρχία υλοποιείται μέσω της τεχνολογίας. Τώρα, το θεμέλιο της παραγωγής και του πλούτου δεν είναι ο αφηρημένος χρόνος εργασίας που δαπανείται από την άμεση εργασία, αλλά η υλοποίηση της συλλογικής ανθρώπινης κυριαρχίας πάνω στη φύση. Η ανθρωπότητα ως συλλογικό κοινωνικό άτομο με συλλογική συσσωρευμένη γνώση, ικανότητες και τεχνολογία – και όχι το άθροισμα των μεμονωμένων εργαζομένων – είναι το θεμέλιο της παραγωγής.
Η υπεροχή του πάγιου κεφαλαίου έναντι της ζωντανής εργασίας στην παραγωγή έχει ριζικές επιπτώσεις. Όσο περισσότερο αναπτύσσεται η βιομηχανία μεγάλης κλίμακας και η τεχνολογία γίνεται η κυρίαρχη παραγωγική δύναμη, τόσο λιγότερο η παραγωγή πλούτου εξαρτάται από τη δαπάνη άμεσου χρόνου εργασίας και τόσο περισσότερο είναι το αποτέλεσμα της τεχνολογικής εφαρμογής της επιστήμης. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο πλούτο παράγει η ζωντανή εργασία και όσο περισσότερο αναπτύσσει τη βιομηχανία, τόσο περισσότερο υπονομεύει τον εαυτό της ως η πηγή του κοινωνικού πλούτου. Δεν είναι πλέον η άμεση δαπάνη των ατομικών εργατικών δυνάμεων των εργαζομένων που παράγει τον περισσότερο κοινωνικό πλούτο, αλλά μάλλον η ίδια η κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα μέσω της επιστημονικής της γνώσης. Η κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα είναι ένα «κοινωνικό άτομο» [Μαρξ] που κατέχει πολλή περισσότερη παραγωγική δύναμη από το άθροισμα των μεμονωμένων εργαζομένων που συμμετέχουν άμεσα στην παραγωγή.[4] Το θεμέλιο της παραγωγής και του πλούτου δεν είναι πλέον ο αφηρημένος χρόνος εργασίας που ξοδεύει η άμεση εργασία, αλλά η τεχνολογική εφαρμογή της συλλογικής γνώσης της κοινωνίας.
Η αποτελεσματικότητα της τεχνολογίας στην παραγωγή δεν είναι καθόλου ανάλογη της άμεσης εργατικής δύναμης που ξοδεύεται για να παραχθεί αυτή η τεχνολογία. Αντ’ αυτού, εξαρτάται από το εκάστοτε επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης. Δεδομένου ότι η άμεση εργασία του κάθε ατόμου δεν είναι πλέον η κύρια πηγή πλούτου, ο αφηρημένος χρόνος εργασίας θα έπρεπε επίσης να σταματήσει να είναι το μέτρο αυτού του πλούτου. Επομένως, η εργασιακή θεωρία της αξίας είναι ανεπαρκής για τη μέτρηση του πλούτου που παράγει η τεχνολογία. Η τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης στη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας καθιστά την αξία ανεπαρκές μέτρο του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου.[5] Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής που βασίζονται στην αξία οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας νέας παραγωγικής δύναμης ως προς την οποία είναι ανεπαρκείς. Οι σχέσεις άρα υπονομεύουν τον εαυτό τους.
II. Η κινούμενη αντίφαση
Η τάση των επιστημονικών παραγωγικών δυνάμεων να υπερβαίνει τις παραγωγικές σχέσεις που βασίζονται στην αξία δημιουργεί σπουδαίες δυνατότητες για την ανθρωπότητα. Η υπερεργασία των εργατικών μαζών που απαρτίζουν την υποδεέστερη τάξη της κοινωνίας καθ’ όλη τη διάρκεια του ανθρώπινου πολιτισμού δεν είναι πλέον απαραίτητη για την παραγωγή υλικού πλούτου. Καθώς η ζωντανή εργασία γίνεται ολοένα και πιο ασήμαντη στην παραγωγή, θα έπρεπε να είναι δυνατό για τους άμεσους παραγωγούς να δουλεύουν ολοένα και λιγότερο. Ο καπιταλισμός ελαχιστοποίησε την άμεση εργασία αναγκαία για την αναπαραγωγή των ατόμων και της κοινωνίας, έτσι ώστε οι εργατικές μάζες να μπορούν να έχουν σημαντική ποσότητα ελεύθερου χρόνου για πρώτη φορά στην ιστορία.[6] Αυτή είναι το χειραφετητικό δυναμικό του καπιταλισμού.
Ωστόσο, το χειραφετητικό δυναμικό του καπιταλισμού δεν πραγματώνεται και δεν μπορεί να πραγματωθεί μέσα στον καπιταλισμό. Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής συνεχίζουν να βασίζονται στην αξία· όπως είδαμε πιο πάνω, αυτές οι σχέσεις είναι μια οικονομική δομή που υπάρχει μόνο με σκοπό την παραγωγή υπεραξίας (που μετέπειτα μεταφράζεται σε κέρδος). Η παραγωγή συμβαίνει μόνο άμα αναμένεται να είναι κερδοφόρα, δηλ. όταν αναμένεται να αποφέρει υπεραξία. Τώρα, παρά τη δυνατότητά τους να παράγουν πλούτο, οι επιστημονικές παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν να παράξουν υπεραξία άμεσα· μπορούν μόνο να επιταχύνουν την παραγωγή υπεραξίας αυξάνοντας την παραγωγικότητα της άμεσης εργατικής δύναμης. Όπως είδαμε στο κεφάλαιο για την αλλοτρίωση, η παραγωγή υπεραξίας αποτελεί αποκλειστική ιδιότητα της άμεσης εργατικής δύναμης. Η δαπάνη άμεσης εργατικής δύναμης καθίσταται ολοένα και πιο περιττή για τη δημιουργία πλούτου, αλλά παραμένει αναγκαία για τη δημιουργία αξίας. Κατά συνέπεια, οι παραγωγικές σχέσεις εξακολουθούν να απαιτούν από τους ανθρώπους να ξοδεύουν άμεση εργατική δύναμη για να παράγουν αξία. Οι άνθρωποι χρειάζεται ακόμα να εκτελούν υπερεργασία για να ζήσουν. Ο δυνητικός ελεύθερος χρόνος τους παραμένει χρόνος εργασίας, αν και ο χρόνος εργασίας καθίσταται πλέον περιττός και παρωχημένος για την παραγωγή πλούτου, και κατ’ επέκταση για την ανθρώπινη ευημερία. Το κεφάλαιο έχει καταστήσει την εργασία όλο και πιο περιττή μέσω της ανάπτυξης επιστημονικών παραγωγικών δυνάμεων, αλλά συνεχίζει να απαιτεί από τους ανθρώπους να εργάζονται πολύ για να παράγουν αξία.
Είδαμε λοιπόν ότι αν και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής τείνουν να αναπτύσσουν ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις των οποίων το δυναμικό καθιστά ολοένα και πιο παρωχημένες και περιττές αυτές τις σχέσεις, οι σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να επιτρέψουν την πραγμάτωση αυτού του δυναμικού ενώ παραμένουν καπιταλιστικές. Εδώ έγκειται η αντίφαση του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο είναι αυτοαξιοποιούμενη αξία και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι τέτοιες που διευκολύνουν τη μεγιστοποίησή του, αν και μπορούν να το κάνουν αυτό μόνο στο πλαίσιο της παραγωγής πλούτου. Τώρα, για να μεγιστοποιηθεί η παραγωγή υπεραξίας, είναι απαραίτητο να μεγιστοποιηθεί η ποσότητα και η παραγωγικότητα του άμεσου χρόνου εργασίας που δαπανάται στην παραγωγή. Για να γίνει αυτό, οι σχέσεις οδηγούνται[7] να φέρουν επανάσταση στις παραγωγικές δυνάμεις χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα, οδηγώντας την τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης να γίνει η κύρια παραγωγική δύναμη. Η τεχνολογία πράγματι διευκολύνει την παραγωγή υπεραξίας αυξάνοντας την παραγωγικότητα της άμεσης εργατικής δύναμης, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύει την παραγωγή υπεραξίας τείνοντας να αντικαταστήσει την άμεση εργατική δύναμη ως παραγωγική δύναμη. Ενώ οι εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες γίνονται πιο παραγωγικοί, πολλοί βρίσκουν ότι η δουλειά τους αντικαθίσταται από την τεχνολογία και απολύονται. Η διαδικασία παραγωγής πλούτου απαιτεί όλο και λιγότερο άμεσο χρόνο εργασίας· καθίσταται όλο και λιγότερο κατάλληλη για παραγωγή υπεραξίας. Με άλλα λόγια, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής υπονομεύουν την άμεση εργατική δύναμη ως την πηγή του πλούτου στην προσπάθειά τους να μεγιστοποιήσουν την παραγωγικότητά της, ενώ ταυτόχρονα θέτουν και εξαρτώνται από τον χρόνο εργασίας ως το μέτρο του πλούτου. Αυτή είναι η αντίφαση.[8]
Η αντίφαση είναι δυναμική και ως εκ τούτου «κινούμενη» [Μαρξ]: τείνει να επιδεινώνεται και να οδηγεί σε ολοένα και πιο βίαιες κρίσεις. Η αντίδραση των καπιταλιστών στην αυξανόμενη υπεροχή της τεχνολογίας έναντι της άμεσης εργατικής δύναμης είναι να προσπαθήσουν να ενισχύσουν την τελευταία έναντι της πρώτης, έτσι ώστε να αποτραπεί η πτώση του ρυθμού παραγωγής υπεραξίας (και συνεπώς του ποσοστού του κέρδους).[9] Οι καπιταλιστές προσπαθούν αν το κάνουν αυτό αυξάνοντας ακόμη περισσότερο την παραγωγικότητα της εργασίας, εκμεταλλευόμενοι και υπερφορτώνοντας τους εργαζόμενους περαιτέρω, αλλά όπως είδαμε, αυτό αυτοαναιρείται καθώς συνεπάγεται περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας. Η αντίφαση έτσι γίνεται ισχυρότερη, προκαλώντας κρίσεις στις οποίες οι σχέσεις επιβιώνουν μόνο καταστρέφοντας μέρος των δυνάμεων για την ανακούφιση της κατάστασης. Με αυτόν τον τρόπο οι σχέσεις λειτουργούν ως «δεσμά» [Μαρξ] που περιορίζουν την ανάπτυξη των δυνάμεων. Οι σχέσεις οδηγούνται τόσο στην ανάπτυξη όσο και στον περιορισμό της ανάπτυξης των δυνάμεων, μια αυτο-αντίφαση.
Η αντίφαση του κεφαλαίου είναι άρα μια αυτο-αντίφαση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Οι σχέσεις ωθούν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μα ταυτόχρονα την εμποδίζουν. Ωθούν αυτή την ανάπτυξη στην προσπάθειά τους να μεγιστοποιήσουν την παραγωγή αξίας, και την εμποδίζουν στην προσπάθειά τους να κρατήσουν ζωντανή την παραγωγή αξίας και να διατηρήσουν την αξία σαν το μέτρο του πλούτου. Άρα, η αντίφαση μεταξύ των σχέσεων και των δυνάμεων προκαλείται από την εσωτερική τάση των σχέσεων και να θέτουν και να υποσκάπτουν την αξία σαν το μέτρο του πλούτου. Είναι επίσης σαφές ότι η αντίφαση και οι επακόλουθες κρίσεις προκύπτουν από τη σφαίρα της παραγωγής, όχι από ζητήματα διανομής όπως πιστεύουν πολλοί αριστεροί. Η αντίφαση του κεφαλαίου είναι η τελική ανάπτυξη της παραγωγής που στηρίζεται στην αξία.
Η αντίφαση οδηγεί σε μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που καθιστούν τον καπιταλισμό επιβλαβή και καθιστούν αναγκαία την υπέρβασή του. Έχουμε δει ότι παρά το γεγονός ότι η τεχνολογική ανάπτυξη μπορεί να αυξήσει τον ελεύθερο χρόνο μας και ως εκ τούτου την ευημερία μας (βλ. Ελευθερία), αυτό δεν μπορεί να συμβεί στον καπιταλισμό, καθώς οι καπιταλιστές πρέπει να κρατήσουν τους ανθρώπους να εργάζονται όσο το δυνατόν περισσότερο. Η τεχνολογία γίνεται έτσι ένα μέσο για τη βελτίωση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, υποβάλλοντάς τους σε σκληρές συνθήκες εργασίας που έχουν σχεδιαστεί για να αντλούν όσο το δυνατόν περισσότερη υπεραξία από την εργασία τους (αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον ‘αναπτυσσόμενο’ κόσμο όπου συντελείται η μεγάλη πλειοψηφία της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής). Από την άλλη πλευρά, η διαθεσιμότητα της τεχνολογίας ενισχύει επίσης την ανεργία: επιτρέπει στους καπιταλιστές να διατηρούν χαμηλούς τους μισθούς έχοντας περισσότερους εργαζόμενους που ανταγωνίζονται για λιγότερες θέσεις εργασίας (αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στον ‘ανεπτυγμένο’ δυτικό κόσμο). Με άλλα λόγια, ενώ η τεχνολογία δημιουργεί την ευκαιρία αναδιαίρεσης της εργασίας έτσι ώστε όλοι να εργάζονται λιγότερο, σε συνθήκες καπιταλισμού οδηγεί μόνο στα δύο προβλήματα της υπερβολικής εργασίας και της ανεργίας.
Επομένως, ο καπιταλισμός δημιουργεί τη δυνατότητα για μια άνευ προηγουμένου ελευθερία – με την έννοια του ελεύθερου χρόνου για την ανάπτυξη ανθρώπινων δυνατοτήτων – ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας. Από τη μια, ο καπιταλισμός αυξάνει τη σφαίρα της ανάγκης – της εργασίας – εις βάρος της σφαίρας της ελευθερίας. Στον καπιταλισμό, ο ελεύθερος χρόνος δεν θεωρείται ότι έχει οποιαδήποτε αξία· γίνεται αποδεκτός μόνο ως ένα απαραίτητο διάλειμμα από τη δουλειά ούτως ώστε οι εργάτες να ανακτήσουν την ενέργειά τους για να μπορούν να δουλέψουν ξανά την επόμενη μέρα. Από την άλλη, ο καπιταλισμός δημιουργεί τη δυνατότητα να περιοριστεί δραστικά ο χρόνος που χρειάζονται οι άνθρωποι για να εργαστούν. Αυτή η δυνατότητα καθιστά τα δεινά των εργαζομένων περιττά και αδικαιολόγητα. Το αδικαιολόγητο του καπιταλισμού συμβαδίζει με την αστάθειά του, με τα δύο χαρακτηριστικά να έχουν τις ρίζες τους στο γεγονός ότι η παραγωγή στηρίζεται στην αξία. Το αδικαιολόγητο του καπιταλισμού είναι το αδικαιολόγητο της διατήρησης της αξίας ως το μέτρο του πλούτου.
III. Οι κρίσεις του κεφαλαίου
Είναι χρήσιμο να εξετάσουμε λεπτομερέστερα την αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, με την κοινωνική παραγωγή και τον προγραμματισμένο καταμερισμό της εργασίας σε εργοστάσια και άλλες επιχειρήσεις, πρωτοεμφανίστηκε στη φεουδαρχική κοινωνία των μεμονωμένων μικρών παραγωγών και οδήγησε στον χαμό της.[10] Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ήταν ασύμβατος με τη φεουδαρχική κοινωνία, επειδή η δεύτερη βασιζόταν στην κληρονομικότητα, τα προνόμια και τη ‘μεγάλη αλυσίδα της ύπαρξης’[11], ενώ στον καπιταλισμό η κοινωνική αξία του κάθε άτομου μετριέται με την εργασία. Στη φεουδαρχία, οι μεμονωμένοι εργάτες, κυρίως αγρότες και βιοτέχνες, κατείχαν τα προσωπικά τους μέσα παραγωγής. Αυτά τα μέσα ήταν φτιαγμένα για ατομική χρήση και έτσι ήταν μικρά σε μέγεθος και κλίμακα. Στην περίοδο της ανόδου της αστικής κοινωνίας, αυτά τα μέσα παραγωγής συγκεντρώθηκαν και διευρύνθηκαν, περνώντας από τις φάσεις της συνεργασίας, της μανιφακτούρας και της σύγχρονης βιομηχανίας. Σε αυτή τη διαδικασία τα μεμονωμένα μέσα παραγωγής έπρεπε να μετατραπούν σε συλλογικά μέσα, διαφορετικά η παραγωγική τους δύναμη δεν θα αυξανόταν τόσο. Έτσι, καταλήξαμε να έχουμε περίπλοκα μηχανήματα που συναρμολογούνται και λειτουργούνται από πολλούς διαφορετικούς εξειδικευμένους εργάτες. Η παραγωγή μετατράπηκε από μια συλλογή πολλών ατομικών πράξεων σε μικρότερο αριθμό κοινωνικών πράξεων, δηλαδή, συλλογικών πράξεων μεγάλων ομάδων εργατών. Σε αντίθεση με τα φεουδαρχικά προϊόντα, τα προϊόντα των εργοστασίων και των επιχειρήσεων δεν είναι προϊόντα του ενός ή του άλλου ατόμου. Τα εργοστάσια μπορούσαν να παράγουν προϊόντα πολύ πιο γρήγορα, και άρα πολύ φθηνότερα, από τους μεμονωμένους παραγωγούς, και έτσι εκτόπισαν τους μεμονωμένους παραγωγούς στην παραγωγή. Η κοινωνικοποιημένη παραγωγή μεγάλης κλίμακας αντικατέστησε την ατομική παραγωγή μικρής κλίμακας.
Τώρα, σε κάθε συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής αντιστοιχεί ένας συγκεκριμένος τρόπος ιδιοποίησης των προϊόντων. Υπό τη φεουδαρχική ατομική παραγωγή μικρής κλίμακας, το προϊόν οικειοποιούνταν ή ανήκε στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, επειδή ήταν ο ίδιος αυτός που παρήγαγε το προϊόν. Η κοινωνικοποιημένη παραγωγή μεγάλης κλίμακας από την άλλη συνεπάγεται έναν διαφορετικό τρόπο ιδιοποίησης, συγκεκριμένα, έναν κοινωνικό τρόπο όπου τα προϊόντα αποτελούν συλλογική ιδιοκτησία των παραγωγών. Ωστόσο, ο παλιός φεουδαρχικός τρόπος ατομικής ιδιοποίησης διατηρήθηκε κάτω από τη νέα κοινωνικοποιημένη παραγωγή, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αντίφαση. Θεωρήθηκε ότι τα προϊόντα εξακολουθούσαν να ανήκουν στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, παρόλο που δεν ήταν ο ίδιος αυτός που έφτιαξε τα προϊόντα. Με άλλα λόγια, η κοινωνικοποιημένη παραγωγή εξακολουθούσε να αντιμετωπίζεται ως παραγωγή του ατόμου που κατέχει τα μέσα παραγωγής, δηλαδή του καπιταλιστή. Mπορούμε να πούμε λοιπόν ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από την αντίφαση μεταξύ της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της καπιταλιστικής, ατομικής ιδιοποίησης των προϊόντων.[12] Αυτή είναι μια άλλη μορφή ή έκφραση της θεμελιώδους αντίφασης του καπιταλισμού, δηλαδή της αντίφασης μεταξύ των νέων βιομηχανικών παραγωγικών δυνάμεων (μηχανημάτων και τεχνολογίας) και των αστικών σχέσεων παραγωγής που βασίζονται στην ατομική εργασία.
Η κοινωνικοποιημένη παραγωγή δημιουργεί το δυναμικό και πράγματι απαιτεί τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αλλά αυτό το δυναμικό δεν έχει πραγματωθεί στον καπιταλισμό. Αντ’ αυτού, η κοινωνικοποιημένη παραγωγή θεωρείται απλώς ως μέσο αύξησης και αποδοτικότητας της παραγωγής εμπορευμάτων, και κατ’ επέκταση, της παραγωγής υπεραξίας. Η επαναλαμβανόμενη δυσαρέσκεια με την υπάρχουσα καπιταλιστική κοινωνία ως παράλογη και άδικη αντανακλούν και είναι το αποτέλεσμα της ανάπτυξης της εν λόγω αντίφασης μεταξύ της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της ατομικής ιδιοποίησης, όπως θα δείξουμε τώρα.
Η καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή και ανταλλαγή βασισμένη σε έναν συνεχώς αναπτυσσόμενο καταμερισμό εργασίας είναι χαοτική. Είναι χαοτική με την έννοια ότι οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν εκ των προτέρων την ακριβή ζήτηση για το προϊόν τους, προκειμένου να παράξουν ανάλογα. Το αν οι άνθρωποι θα καταφέρουν ή όχι να πουλήσουν τα προϊόντα τους θα καθοριστεί τυχαία. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές σχέσεις που διέπουν τον κοινωνικό μεταβολισμό είναι ανεξάρτητες των μεμονωμένων παραγωγών και καθορίζουν τη μοίρα τους. Ο καπιταλισμός έκανε κανόνα την εμπορευματική παραγωγή και τη συνακόλουθη διαταραχή του ανταγωνισμού.
Η εμπορευματική παραγωγή έχει τους δικούς της νόμους που εκδηλώνονται ό,τι και να συμβεί. Αυτό συνεπάγεται την κοινωνική σχέση ανταλλαγής, της οποίας οι νόμοι εκδηλώνονται εκεί ως οι περιβόητοι νόμοι του ανταγωνισμού ή της αγοράς. Αυτοί οι νόμοι του ανταγωνισμού εμφανίζονται ως φυσικοί, παρά το γεγονός ότι αποτελούν το ιστορικά συγκεκριμένο κοινωνικό προϊόν των ίδιων των δικών μας ιστορικά συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων. Οι παραγωγοί μπορούν να κατανοήσουν τη λειτουργία των νόμων μέσω εμπειρίας, αλλά όχι το από πού προέρχονται οι νόμοι. Όπως και η ιστορία, η οποία μέχρι τώρα ήταν το ασυνείδητο για εμάς καθαρό αποτέλεσμα του αθροίσματος των ατομικών ανθρώπινων δραστηριοτήτων, ο ανταγωνισμός είναι το ασυνείδητο για εμάς καθαρό αποτέλεσμα του αθροίσματος της ατομικής παραγωγής. Η ιστορία διέπει τη μοίρα της κοινωνίας και ο ανταγωνισμός τη μοίρα των μεμονωμένων παραγωγών.
Ο καπιταλισμός διευκόλυνε την ανάπτυξη της παραγωγής εμπορευμάτων και οδήγησε στο προαναφερθέν χάος της παραγωγής και της ανταλλαγής μέσω του αντίθετου από αυτό το χάος, δηλαδή, μέσω της αυξανόμενης οργάνωσης και προγραμματισμού/σχεδιασμού της παραγωγής στο χώρο εργασίας. Η παραγωγή σε κάθε συγκεκριμένο χώρο εργασίας (εργοστάσιο, επιχείρηση) οργανώνεται και εξορθολογίζεται όλο και περισσότερο, με εξελιγμένο καταμερισμό εργασίας, προγραμματισμό του προϋπολογισμού κλπ. Ο σκοπός αυτής της οργάνωσης είναι να καταστήσει την παραγωγή πιο οικονομική. Η αυξανόμενη οργάνωση της παραγωγής στο χώρο εργασίας έρχεται σε αντίθεση με την αταξία της παραγωγής στην ευρύτερη κοινωνία και είναι μια εκδήλωση της αντίφασης μεταξύ της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης.[13] Πράγματι, η κοινωνικοποιημένη παραγωγή οδηγεί σε οργανωμένη παραγωγή στο χώρο εργασίας, ενώ η καπιταλιστική ιδιοποίηση και ανταλλαγή προϊόντων στην αγορά συνεπάγεται την αταξία της παραγωγής στην ευρύτερη κοινωνία, καθώς η κοινωνική παραγωγή εξακολουθεί να μεσολαβείται από τον τυφλό χαοτικό ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών. Η κοινωνία στον καπιταλισμό είναι το πεδίο ενός δαρβίνειου αγώνα μεταξύ των καπιταλιστών παραγωγών για επιβίωση, και η μοίρα των μισθωτών εργατών καθορίζεται από τα αποτελέσματα αυτού του αγώνα.
Ο δαρβίνειος αγώνας των καπιταλιστών παραγωγών για κέρδος είναι η άμεση αιτία των κρίσεων. Στον αγώνα τους να μεγιστοποιήσουν την υπεραξία και να αποκτήσουν κέρδη, οι καπιταλιστές υπονομεύουν την παραγωγή υπεραξίας. Οι καπιταλιστές προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την υπεραξία μειώνοντας τα κόστα παραγωγής, και ένα βασικό μέσο για να επιτευχθεί αυτό είναι η μείωση των μισθών ή η απόλυση εργατών και η αντικατάστασή τους με αυτόματα μηχανήματα και άλλα τεχνολογικά μέσα. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στο γεγονός ότι θέτοντας κόσμο εκτός εργασίας, η ζήτηση στην εγχώρια αγορά προϊόντων μειώνεται. Έτσι, στην προσπάθειά τους να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη μειώνοντας τα κόστα, οι καπιταλιστές χάνουν ταυτόχρονα χρήματα λόγω μείωσης της ζήτησης για τα προϊόντα τους, ακόμα μια έκφραση της αντίφασης του κεφαλαίου. Οι αγορές υπονομεύονται από την τάση του κεφαλαίου να απολύει ανθρώπους και να πληρώνει χαμηλότερους μισθούς. Ταυτόχρονα, η επέκταση των αγορών είναι πιο αργή από την επέκταση του κεφαλαίου, ειδικά αφού ο καπιταλισμός κυριάρχησε σε ολόκληρο τον κόσμο και δεν απομένουν νέες αγορές για εκμετάλλευση.
Η αντίφαση μεταξύ του μεγέθους της αγοράς και της παραγωγής, μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς, δημιουργεί τις κρίσεις του καπιταλισμού. Οι κρίσεις του καπιταλισμού είναι κρίσεις υπερπαραγωγής όπου η προσφορά ξεπερνά κατά πολύ τη ζήτηση. Πιο συγκεκριμένα, είναι κρίσεις υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, δηλ. συσσώρευσης κεφαλαίου που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί παραγωγικά. Η κοινωνικοποιημένη οργανωμένη παραγωγή στα εργοστάσια αυξάνει την παραγωγικότητα τόσο πολύ που οι ξεπερασμένες σχέσεις παραγωγής που μεσολαβούνται από την αγορά δεν μπορούν να συμβαδίσουν με αυτήν. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν μπορεί να μετατρέψει επικερδώς όλα αυτά τα μέσα παραγωγής σε κεφάλαιο, επειδή η αφθονία των προϊόντων τα καθιστά πολύ φθηνά για να είναι αρκετά κερδοφόρα. Εάν η παραγωγή στο σύνολο της κοινωνίας ήταν εξίσου οργανωμένη και προγραμματισμένη, αυτή η αφθονία θα χρησιμοποιούνταν παραγωγικά, αλλά αυτό δεν συμβαίνει στον καπιταλισμό. Στον καπιταλισμό, τα μέσα παραγωγής και επιβίωσης πρέπει να μετατραπούν σε κεφάλαιο για να χρησιμοποιηθούν. ‘Εχουμε έτσι το παράλογο να έχουμε άφθονα μέσα παραγωγής και διαβίωσης, δηλαδή άφθονο υλικό πλούτο, καθώς και εργάτες που μπορούν να εργαστούν με αυτά τα μέσα παραγωγής και που χρειάζονται αυτά τα μέσα διαβίωσης, αλλά οι εργάτες δεν απασχολούνται γιατί δεν είναι επικερδές για το κεφάλαιο να τους απασχολεί.[14]
Αυτό που προκύπτει είναι η σπατάλη και η καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων (εργατών και μηχανημάτων) και προϊόντων, έως ότου η παραγωγή και η ανταλλαγή αρχίσουν να κινούνται ξανά. Η εργασία αναστέλλεται προσωρινά. Το κεφάλαιο καταστρέφει μέρος του εαυτού του για να επιβιώσει. Καταστρέφει τον εαυτό του ως προϋπόθεση για την αυτοσυντήρησή του, μια έντονη έκφραση της αυτο-αντίφασής του.[15] Στον καπιταλισμό, η ανάπτυξη συμβαίνει μόνο εάν είναι δυνατή η δημιουργία υπεραξίας, και αυτό είναι ένα αχρείαστο βάρος για την ανάπτυξη.
Οι κρίσεις είναι εκδηλώσεις της αντίφασης μεταξύ της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Είναι το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι βιομηχανικές παραγωγικές δυνάμεις τείνουν να ξεπερνούν τις σχέσεις παραγωγής που βασίζονται στην ατομική εργασία. Μόνο η κοινωνία στο σύνολό της μπορεί να ελέγξει τις παραγωγικές δυνάμεις. Εμφανίζονται και λειτουργούν ακριβώς όπως οι φυσικές δυνάμεις μέχρι να καταλάβουμε ότι είναι δικά μας προϊόντα και έτσι μπορούν να κατευθυνθούν συνειδητά από εμάς. Η κοινωνία πρέπει να αναγνωρίσει ότι αυτές οι δυνάμεις είναι κοινωνικές, ένα συλλογικό κοινωνικό προϊόν και, ως εκ τούτου, ότι επιβάλλεται να χρησιμοποιηθούν συλλογικά, καταργώντας τον αναχρονιστικό καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής που περιορίζει τη χρήση των εν λόγω δυνάμεων θέτοντάς τις στην υπηρεσία της παραγωγής κεφαλαίου. Όσο διαιωνίζεται η αντίφαση, δηλαδή, όσο διαιωνίζεται ο καπιταλισμός, οι κρίσεις θα συνεχίζονται και θα χειροτερεύουν.
Από την σειρά θέσεων “Η Θέση μας για τον Καπιταλισμό: Τι Είναι και Γιατί Πρέπει να Είμαστε Εναντίον Του”.
[1] «[Η] αξία γίνεται εδώ το υποκείμενο ενός προτσές, μέσα στο οποίο αλλάζοντας διαρκώς μορφή, παίρνοντας πότε τη μορφή του χρήματος και πότε του εμπορεύματος, αλλάζει διαρκώς το ίδιο το μέγεθος της και αξιοποιείται απωθώντας τον εαυτό της σαν υπεραξία από τον ίδιο τον εαυτό της σαν αρχική αξία. Γιατί κίνηση που μέσα σ’αυτήν προσθέτει υπεραξία στον εαυτό της, είναι η δική της κίνηση, επομένως η αξιοποίησή της είναι αυτοαξιοποίηση. Απόκτησε την απόκρυφη ιδιότητα να γεννάει αξία επειδή η ίδια είναι αξία. Γεννοβολάει ζωντανά νεογνά ή τουλάχιστο γεννάει χρυσά αυγά.» (Το Κεφάλαιο 167) Και: «Πρώτ’απ’όλα το κίνητρο και ο καθοριστικός σκοπός του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής είναι η όσο το δυνατό μεγαλύτερη αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου, δηλ. η όσο το δυνατό μεγαλύτερη παραγωγή υπεραξίας επομένως η όσο το δυνατό μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης από τον κεφαλαιοκράτη.» (Το Κεφάλαιο 346)
[2] Οι περισσότεροι αναγνώστες του Μαρξ τον διαβάζουν ωσάν να έχει μια θετική, διιστορική εργασιακή θεωρία της αξίας, αλλά αυτό είναι λάθος.
[3] Ο Μαρξ εκφράζει αυτό το σημείο εδώ: «Στο μέτρο που το κεφάλαιο τοποθετεί τον χρόνο εργασίας – την απλή ποσότητα εργασίας – σαν μοναδικό αξιοκαθοριστικό στοιχείο, στον ίδιο βαθμό εξαφανίζεται η άμεση εργασία και η ποσότητά της σαν η καθοριστική αρχή της παραγωγής – της δημιουργίας αξιών χρήσης – και υποβαθμίζεται: τόσο ποσοτικά – μειώνεται η αναλογία της – όσο και ποιοτικά, σαν ένα απαραίτητο βέβαια αλλά δευτερεύον συνθετικό στοιχείο απέναντι στη γενική επιστημονική εργασία, την τεχνολογική εφαρμογή των φυσικών επιστημών από τη μια μεριά, όπως και τη γενική παραγωγική δύναμη που προέρχεται από την κοινωνική διάρθρωση μέσα στη συνολική παραγωγή…». (Γκρουντρίσσε 534)
[4] «Σ’ αυτή τη μεταλλαγή, σαν ο μεγάλος ακρογωνιαίος λίθος της παραγωγής και του πλούτου δεν εμφανίζεται η άμεση εργασία που εκτελεί ο ίδιος ο άνθρωπος, ούτε ο χρόνος αυτής της εργασίας, αλλά η ιδιοποίηση της γενικής παραγωγικής δύναμης του ανθρώπου, η δική του κατανόηση της φύσης και ο εξουσιασμός της διαμέσου της ύπαρξης του ανθρώπου σαν κοινωνικού σώματος – μ’ ένα λόγο, η ανάπτυξη του κοινωνικού ατόμου.» (Γκρουντρίσσε 538)
[5] «Από τη στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή παύει να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, παύει – αναγκαστικά – χρόνος εργασίας να είναι μέτρο του πλούτου, και άρα η ανταλλακτική αξία μέτρο της αξίας χρήσης. Η υπερεργασία των πολλών έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη του γενικού πλούτου, όπως και η μη-εργασία των λίγων έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη των γενικών δυνάμεων του ανθρώπινου μυαλού.» (Γκρουντρίσσε 538)
[6] «Η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των ατόμων, και άρα όχι η μείωση του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου για να δημιουργηθεί υπερεργασία αλλά γενικά η μείωση της αναγκαίας εργασίας της κοινωνίας στο ελάχιστο, με αντίστοιχη τότε καλλιτεχνική, επιστημονική κλπ. καλλιέργεια των ατόμων, με τον χρόνο που ελευθερώθηκε και τα μέσα που δημιουργήθηκαν για όλους.» (Γκρουντρίσσε 539)
[7] Οι σχέσεις δρουν μέσω των καπιταλιστών, που είναι «προσωποποιήσεις» των σχέσεων.
[8] «Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου… Από τη μια μεριά λοιπόν ξυπνά όλες τις δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης, όπως και του κοινωνικού συνδυασμού και της κοινωνικής συναλλαγής, για να κάνει τη δημιουργία του πλούτου ανεξάρτητη (σχετικά) από τον χρόνο εργασίας που καταβλήθηκε για αυτόν. Από την άλλη μεριά, αυτές τις γιγάντιες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν με αυτό τον τρόπο θέλει να τις μετρήσει με τον χρόνο εργασίας, και να της περιχαρακώσει μέσα στα όρια που απαιτούνται για τη διατήρηση της ήδη δημιουργημένης αξίας σαν αξίας.» (Grundrisse 285)
[9] Μαρξ: «…το κεφάλαιο κάνει κάθε προσπάθεια να αντισταθμίσει την μικρή αναλογία της ζωντανής εργασίας προς το μέγεθος του κεφαλαίου γενικά – άρα και της υπεραξίας, όταν εκφραστεί σαν κέρδος…» (Γκρουντρίσσε 575)
[10] Για να είμαστε σαφείς, ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και η συνεπαγόμενη παραγωγή και ανταλλαγή εμπορευμάτων υπήρχαν τόσο στις αρχαίες όσο και στις φεουδαρχικές κοινωνίες, αλλά μόνο σε μικρή κλίμακα και χωρίς να αποτελούν τον κανόνα αυτών των κοινωνιών. Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι παρήγαγαν ό,τι χρειάζονταν και το κατανάλωναν (βιοποριστική γεωργία). Τα εμπορεύματα που υπήρχαν προέρχονταν από το πλεόνασμα της ατομικής παραγωγής και έτσι δεν καθόριζαν τη μοίρα των ατόμων.
[11] https://hmn.wiki/el/Great_Chain_of_Being
[12] Φρειδερίκος Ένγκελς: «Τα παραγωγικά μέσα και η ίδια η παραγωγή απέκτησαν όντως κοινωνικό χαρακτήρα, βρίσκονται όμως κάτω από μια μορφή ιδιοποίησης που έχει σαν προϋπόθεση την ατομική παραγωγή, κατά την οποία ο καθένας είναι ιδιοκτήτης των προϊόντων του και τα φέρνει στην αγορά. Ο τρόπος παραγωγής υπακούει σ’ αυτή τη μορφή ιδιοποίησης, αν και ο ίδιος αφαιρεί τις προϋποθέσεις στις οποίες βασίζεται η τελευταία.» (Σοσιαλισμός, Ουτοπικός και Επιστημονικός 120)
[13] Ένγκελς: «Η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και καπιταλιστικής ιδιοποίησης αναπαράγεται με τη μορφή του ανταγωνισμού ανάμεσα στην οργάνωση της παραγωγής στο ξεχωριστό εργοστάσιο και την αναρχία της παραγωγής στο σύνολο της κοινωνίας.» (Σοσιαλισμός, Ουτοπικός και Επιστημονικός 124)
[14] Ένγκελς: «Ολόκληρος ο μηχανισμός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αρνείται να κινηθεί, γιατί τον πιέζουν οι παραγωγικές δυνάμεις που δημιούργησε ο ίδιος. Δεν μπορεί πια να μετατρέψει σε κεφάλαιο όλη αυτή τη μάζα από μέσα παραγωγής. Μένουν αχρησιμοποίητα και γι’αυτό ακριβώς είναι υποχρεωμένος να μένει αχρησιμοποίητος και ο εφεδρικός βιομηχανικός στρατός. Μέσα παραγωγής, μέσα συντήρησης, διαθέσιμοι εργάτες, όλα τα στοιχεία της παραγωγής και του γενικού πλούτου πλεονάζουν. Όμως «η αφθονία γίνεται η πηγή της δυστυχίας και της στέρησης» (Φουριέ), καθότι αυτή ακριβώς η αφθονία εμποδίζει τη μετατροπή των μέσων παραγωγής και συντήρησης σε κεφάλαιο. Γιατί στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, τα μέσα παραγωγής δεν μπορούν να μπουν σε κίνηση αν προηγουμένως δεν μετατραπούν σε κεφάλαιο, σε μέσα για την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργατικής δύναμης. Η ανάγκη να πάρουν τα μέσα παραγωγής και συντήρησης την ιδιότητα του κεφαλαίου ορθώνεται σαν φάντασμα ανάμεσα σ’αυτά και τους εργάτες.» (Σοσιαλισμός, Ουτοπικός και Επιστημονικός 128)
[15] «Με οξύτατες αντιφάσεις, κρίσεις, σπασμούς εκφράζεται η ολοένα μεγαλύτερη αναντιστοιχία της παραγωγικής εξέλιξης της κοινωνίας προς τις μέχρι σήμερα παραγωγικές της σχέσεις. Η βίαιη καταστροφή κεφαλαίου, όχι από σχέσεις εξωτερικές προς αυτό αλλά σαν όρος της αυτοσυντήρησής του, αποτελεί την πιο έντονη μορφή της συμβουλής που του δίνεται να φύγει, και να δόσει τη θέση του σε μια ανώτερη κατάσταση κοινωνικής παραγωγής.» (Γκρουντρίσσε 575)