—
—
Αυτό το ηλεκτρονικό άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Facebook Με τον Μαρξ Πέραν του Μαρξ στις 13/07/16.
Ο «διπλός» Μαρξ σύμφωνα με τον Robert Kurz
Ότι ισχύει για κάθε θεωρητική σκέψη που προχωρεί πέραν του συγκεκριμένου πνεύματος και ορίζοντα της εποχής της, ισχύει επίσης και για τη μαρξική θεωρία: στην πορεία χρειάζεται να γίνεται κάθε φορά ένας νέος τρόπος ανάγνωσης, μια νέα προσέγγιση που βοηθούν να ανακαλύπτεις νέες πλευρές και να απορρίπτεις παλιές ερμηνείες. Και όχι μόνο ερμηνείες αλλά επίσης και ορισμένα στοιχεία αυτής της θεωρίας που συνδέονται με την εποχή της και αφορούν μόνο αυτήν. Αυτός είναι ο λόγος που ο Μαρξ όσες φορές θεωρήθηκε νεκρός σαν κριτικός και βαθύς θεωρητικός άλλες τόσες φορές πετάχτηκε έξω από το φέρετρο του ιστορικού και θεωρητικού θανάτου του. Η μαρξική θεωρία θα πεθάνει εν ειρήνη και θα μπει στο μουσείο της ιστορίας μαζί με το αντικείμενο της, τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και ζωής. Όσο θα υπάρχει αυτό το κοινωνικό σύστημα θα προκαλεί αναπόφευκτα ξανά και ξανά ελατήρια, μοτίβα, σκέψεις και προβληματισμούς ριζοσπαστικής κριτικής. Και η ουσία αυτής της κριτικής είναι ακριβώς η κριτική θεωρία εκείνου του Μαρξ ο οποίος πριν από εκατόν πενήντα τόσα χρόνια εντόπισε, ανάλυσε και ερμήνευσε με αξεπέραστο τρόπο τα βασικά στοιχεία της καταστροφικής λογικής του κεφαλαιοκρατικού προτσές συσσώρευσης και της καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης.
Το γεγονός ότι η μαρξική θεωρία, σε αντίθεση προς την εκφρασμένη θέληση του δημιουργού της μετατράπηκε σε «μαρξισμό» δηλαδή έχασε το status της σαν μια εντελώς συνηθισμένη κοινωνική θεωρία με εντελώς συνηθισμένα ανθρώπινα και ιστορικά όρια γνώσης και κατανόησης και μεταλλάχτηκε σε ένα είδος ημι-θρησκευτικής διδασκαλίας σωτηρίας, της στερήθηκε και της αφαιρέθηκε σε κάποιο βαθμό η δυνατότητα επανεξέτασης της και ελέγχου της και άρα της ιστορικοποίησης της. Εδώ πρέπει όμως να σημειωθεί τούτο: το γεγονός ότι η μαρξική θεωρία μετατράπηκε σε «μαρξισμό» έχει να κάνει σίγουρα με το ότι στις ίδιες τiς μαρξικές τοποθετήσεις υπάρχει κάτι που οδήγησε στο να γίνει κοινωνικά δραστική μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής ιστορίας. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε απλά τον Μαρξ από το μαρξισμό και την καπιταλιστική ιστορία και να θεωρήσουμε ότι οι μαρξιστές έκαναν απλά ένα (ερμηνευτικό) «λάθος». Μάλλον πρέπει να διερωτηθούμε τι είναι στην ίδια τη μαρξική θεωρία ακόμη «αιχμάλωτο» των καπιταλιστικών κατηγοριών και γίνεται τώρα, στο σημερινό στάδιο ανάπτυξης και ωρίμανσης της κρίσης του καπιταλισμού, μαζί με αυτόν και το ίδιο περιττό. Και επειδή μια επιστροφή σε προκαπιταλιστικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς φυσικά ούτε είναι δυνατόν ούτε επιθυμητό, θα πρέπει να διερωτηθούμε πια στοιχεία τις μαρξικής θεωρίας αφορούν το σημερινό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού που μόλις σήμερα βγήκαν στην επιφάνεια και έγιναν δραστικά. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου πρέπει να κάνουμε μια ιστορικοποίηση και διαφοροποίηση της μαρξικής θεωρίας πράγμα που θα μας δώσει τη δυνατότητα να ξεχωρίσουμε τις δύο, σε τελική ανάλυση, ασυμβίβαστες, ακόμη και αλληλοαναιρούμενες, θεωρητικές γραμμές στον Μαρξ, όχι σαν μια σχέση «λάθους» και «αλήθειας» αλλά σαν ένα πρόβλημα του ιστορικού ασυγχρονισμού εντός της ίδιας της μαρξικής θεωρίας και έτσι να οδηγηθούμε στη γνώση και κατανόηση ενός «διπλού» Μαρξ. (Σε ένα άλλο κείμενο πρέπει να αναπτυχθεί με ακρίβεια και να υποστηριχθεί φιλολογικά η θέση για το «διπλό» Μαρξ. Ο αναγνώστης πρέπει να αρκεστεί κατ’ αρχήν με αυτή τη θέση).
Η πρώτη θεωρητική γραμμή επιχειρηματολογίας του Μαρξ αναφέρεται στην εσωτερική μορφή κίνησης και ιστορίας ανάπτυξης και επιβολής του κεφαλαίου σαν πραγμοποίηση και νομικοποίηση όλων των σχέσεων των οποίων ο ορίζοντας ανάπτυξης ήταν ακόμη θετικός. Είναι ουσιαστικά ο παγκόσμια γνωστός και οικείος Μαρξ της οντολογικοποίησης της «εργασίας», της «ταξικής τοποθέτησης» και της ταξικής πάλης, της υπέρβασης του καπιταλισμού μέσα στα πλαίσια μιας οντολογίας της «εργασίας». Αυτές είναι οι κεντρικές έννοιες αυτής της θεωρητικής γραμμής που οδήγησε στον ιστορικό μαρξισμό. Ο δεύτερος, ο «εσώτερος» Μαρξ μιας ριζοσπαστικότερης (πάει μέχρι τη ρίζα) γραμμής επιχειρηματολογίας αναφέρεται στον φετιχιστικό χαρακτήρα της αξίας, του εμπορεύματος και του χρήματος «εντός» του οποίου ο καπιταλισμός λειτουργεί, αναπτύσσεται και επιβάλλεται.
Σήμερα τίθεται το καθήκον να απελευθερώσουμε το μαρξικό έργο από εκείνο τον τρόπο ερμηνείας που εμπεριέχει ένα ημι-θρησκευτικό στοιχείο και κρύβει την άλλη πλευρά αυτής της θεωρίας. Το ημι-θρησκευτικό στοιχείο του μαρξισμού προέρχεται σίγουρα και από το κοσμικοποιημένο θρησκευτικό περιεχόμενο του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και ζωής το οποίο δεν είναι τίποτ’ άλλο από τον φετιχιστικό χαρακτήρα της αξίας (του εμπορεύματος, του χρήματος) που παράγεται από την «αφηρημένη εργασία» δηλαδή τη μισθωτή εργασία. Τα απόλυτα ταμπού του καπιταλισμού είναι η μορφή αξία-μορφή εμπόρευμα, το χρήμα και με αυτό επίσης η δική του μορφή υποκειμενικότητας δηλαδή η αστική μορφή υποκειμένου: η μορφή αξία επιτρέπει μόνο τη συγκρότηση μιας υποκειμενικότητας η οποία είναι υποταγμένη ολικά στους καθορισμούς και στις προσταγές του κεφαλαίου. Αυτή η συνάφεια είναι για την φετιχιστικά συγκροτημένη συνείδηση τόσο λίγο κατανοητή όσο και για τον πιστό, τον βαθιά θρησκευόμενο, το μυστήριο. Για την επιστημονική ερμηνεία και κατανόηση αυτών των καπιταλιστικών ταμπού χρειάζεται μια «τεράστια συνειδητοποίηση» όπως λέει ο Μαρξ [Grundrisse, σελ. 375 (σ. 351 Ελληνική Έκδοση)]. Ο «τρόπος παραγωγής που βασίζεται στην αξία» [Grundrisse, σελ. 601 (σ. 538 Ελληνική Έκδοση)] ο οποίος προχωρεί στην τροχιά του όπως ένας κομήτης που τελικά καταστρέφεται καιόμενος, προϋποθέτει τυφλά την αξία ως φετιχιστική κατηγορία που δρα σαν «αυτόματο υποκείμενο» («Το κεφάλαιο», τόμος πρώτος σελ. 167 και αλλού) και με βάση την οποία τα καπιταλιστικά άτομα σκέφτονται και δρουν. Μόλις τώρα, στο καταστροφικό τέλος αυτού του τρόπου παραγωγής, φαίνεται καθαρά ότι η μαρξική θεωρία έχει σαν μυστικό κέντρο της αυτό το πρόβλημα δηλαδή εκείνο της φετιχιστικής μορφής της αφηρημένης εργασίας, της αξίας, του εμπορεύματος, του χρήματος και του κεφαλαίου όπως και τα συναγόμενα από αυτά Δίκαιο, κράτος, πολιτική κλπ.
Αυτά τα ταμπού, αυτά τα «εσωτερικά αξιώματα» του καπιταλισμού, που αγκαλιάζουν όλες τις κοινωνικές τάξεις, ομάδες και στρώματα και συνιστούν το κοινό σύστημα αναφοράς των κοινωνικών συγκρούσεων του καπιταλισμού, αποτελούν το βουβό φόντο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και ζωής. Η κεντρική έννοια που επεξεργάστηκε και ερεύνησε ο Μαρξ για την διαλεύκανση αυτών των «εσωτερικών αξιωμάτων» του καπιταλισμού είναι «ο φετιχισμός του εμπορεύματος» («Το κεφάλαιο», τόμος πρώτος, σελ. 84-97). Με την έννοια του «φετιχισμού» ο Μαρξ απόδειξε ότι ο φαινομενικός ορθολογισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας αποτελεί τον εσωτερικό ορθολογισμό ενός αντικειμενοποιημένου συστήματος παραλογισμού και σχιζοφρένειας: ένα είδος κοσμικοποιημένης πίστης σε δαίμονες. Με την ανεξαρτοποίηση και αυτονόμηση της οικονομίας, με την φετιχοποίηση της εργασίας, της αξίας, του χρήματος και των συναγόμενων από αυτά κοινωνικών θεσμών, εμφανίζεται απέναντι στους ανθρώπους η ίδια η δική τους κοινωνικότητα σαν ξένη και εξωτερική δύναμη. Το σκάνδαλο συνίσταται στο ότι αυτή η φριχτή φαντασματική και καταστροφική αυτονόμηση των νεκρών οικονομικών πραγμάτων έχουν πήξει σε αξιωματική βεβαιότητα. Ο Μαρξ ναίμεν δεν μας άφησε μια ολοκληρωμένη και συστηματική κριτική του φετιχισμού, μας άφησε όμως ένα μεγάλο αριθμό αναφορών και αποσπασμάτων πάνω στον οποίο μπορούμε να στηριχθούμε για να ολοκληρώσουμε την κριτική της φετιχιστικής συγκρότησης του κεφαλαίου δηλαδή του παράδοξου της κίνησης αξιοποίησης της αξίας που επανασυνδέεται στον εαυτό της και λειτουργεί σαν αυτοσκοπικό «αυτόματο υποκείμενο».
Ο ένας Μαρξ ο «εξώτερος» κριτικάρει την υποταγή της «εργατικής τάξης» κάτω από το κεφάλαιο περιορισμένα, στην άμεση μορφή εμφάνισης της υπεραξίας σαν «απλήρωτη εργασία» (και ένεκα τούτου γίνεται συμβατός με την ιδεολογία του εργατικού κινήματος της εποχής του την οποία εκπροσωπούσαν – βεβαίως αρκετά αγοραία και γι’ αυτό αποτελεσματικότερα – ιδεολογικοί θεωρητικοί όπως οι αριστεροί οπαδοί του Ricardo και ο Lassal). Ο άλλος, ο «εσώτερος» Μαρξ αντίθετα κριτικάρει την φετιχιστική κατηγορία αξία ως τέτοια (που είναι ο πυρήνας της φετιχιστικής συγκρότησης) και από αυτή την άποψη η υπεραξία εμφανίζεται σαν εκείνο το μέρος της, το οποίο προκαλεί το δυναμικό της αυτοκαταστροφής που εμπεριέχεται στο σύστημα της ίδιας της αξίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει υπέρβαση της υπεραξίας στο όνομα της κοινωνικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης όσο καιρό η αξία παραμένει σαν οντολογική βάση. η υπέρβαση της χειραγώγησης της εργατικής τάξης μπορεί να γίνει μόνο με την υπέρβαση της ίδιας της μορφής αξία ως τέτοια. Έτσι η απελευθέρωση από τον εξαναγκαστικό νόμο της αξιοποίησης η οποία μπορεί και πρέπει να γίνει σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο κοινωνικοποίησης (όπως είναι το σημερινό) είναι γενικά δυνατή μόνω μέσο της υπέρβασης της φετιχιστικής μορφής αξία δηλαδή μέσω της υπέρβασης της αφηρημένης εργασίας, του εμπορεύματος και του χρήματος.
Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου εμφανίζεται επίσης μια διπλή κατανόηση της ίδιας της έννοιας του κεφαλαίου. Ο «εξώτερος» Μαρξ διασπά την μονιστική έννοια του κεφαλαίου δυϊστικά σε κοινωνικές τάξεις που υπάρχουν «αυτές καθεαυτές». επιχειρηματολογεί μέχρι τέλους «κοινωνιολογικά». «Το κεφάλαιο» εμφανίζεται έτσι ναίμεν σαν μια «κοινωνική σχέση» όμως με ένα κοινωνιολογικά περιορισμένο νόημα: σαν σχέση ενός κοινωνικά δεσπόζων μέρος της κοινωνίας το οποίο σαν λεγόμενη μπουρζουαζία («κυρίαρχη τάξη») «είναι» ή αντιπροσωπεύει το κεφάλαιο απέναντι στο κοινωνικά καταπιεσμένο μέρος της κοινωνίας το οποίο σαν λεγόμενο προλεταριάτο ούτε «είναι» ούτε αντιπροσωπεύει το κεφάλαιο αυτό καθεαυτό. Ο «εσώτερος» Μαρξ αντίθετα παραμένει σταθερά στην μονιστική έννοια του κεφαλαίου και άρα η «κοινωνική σχέση» είναι μια ολοκληρωτική σχέση η οποία περιλαμβάνει όλα τα μέλη της κοινωνίας στην ίδια φετιχιστική μορφή της αυτοαξιοποίησης της αξίας – του χρήματος – του κεφαλαίου. Οι «τάξεις» εδώ δεν είναι πλέον χωρίς προϋπόθεση, δεν υπάρχουν «αυτές καθεαυτές» σαν υποκείμενα συγκρούσεων αλλά είναι διαφορετικοί κοινωνικό-πολιτικοί φορείς λειτουργιών της κοινής βασικής μορφής, της μορφής αξία. Έτσι η λεγόμενη εργατική τάξη «είναι», με αυτή την κατανόηση, απλά ένα μέρος και στοιχείο της σχέσης κεφάλαιο και όχι ένας εκ των προτέρων καθορισμένος αντίπαλός της. Το κεφάλαιο και η εργασία είναι ουσιαστικά μόνο διαφορετικές καταστάσεις μιας και της αυτής κοινωνικής ουσίας: η εργασία είναι το ζωντανό κεφάλαιο («μεταβλητό») και το κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία («Το Κεφάλαιο», τόμος πρώτος, σελ. 224 και αλλού). Όλα τα μέλη της καπιταλιστικής κοινωνίας συνιστούν «προσωπίδες χαρακτήρα και προσωποποιήσεις οικονομικών σχέσεων» (στο ίδιο, σελ. 99, 161), είναι «αξιωματικοί και υπαξιωματικοί», στρατιώτες (στο ίδιο, σελ. 347) και «εκτελεστές» (“Exekutoren”) των προσταγών του «αυτόματου υποκειμένου» δηλαδή της αξιοποίησης της αξίας – του χρήματος – του κεφαλαίου ως αυτοσκοπός (στο ίδιο, σελ. 164 και αλλού).
Πρέπει λοιπόν να ξεχωρίσουμε από τη μια μεριά τον αγωνιστή και στοχαστή Μαρξ που έγινε ιστορικός επειδή ήταν συνδεδεμένος με το σύγχρονο του εργατικό κίνημα (και γι’ αυτό είναι σήμερα ξεπερασμένος) και από την άλλη μεριά τον θεωρητικό Μαρξ ο οποίος ξεσκέπασε τις μορφές κοινωνικοποίησης μέσω της αξίας και απόδειξε την παροδικότητα και το ληξιπρόθεσμο του καπιταλισμού.
Η Rosa Luxemburg ήταν εκείνη η θεωρητικός που πρώτη κατάλαβε και κατανόησε εκείνη την πλευρά της μαρξικής θεωρίας η οποία μόνο σήμερα, στις μέρες μας, έγινε επίκαιρη. Στο έργο της «Στασιμότητα και προόδος του μαρξισμού» ασχολείται με την αφομοίωση του μαρξικού έργου από το εργατικό κίνημα του καιρού της. Αφορμή γι’ αυτό το μικρό κείμενο της R. Luxemburg ήταν ο τρίτος τόμος του «Κεφαλαίου». Γράφει:
«Ο τρίτος τόμος του «Κεφαλαίου» αποτελεί χωρίς αμφιβολία από επιστημονικής άποψης την ολοκλήρωση της μαρξικής κριτικής του καπιταλισμού. Χωρίς τον τρίτο τόμο δεν μπορεί να κατανοηθεί ο πραγματικά κυρίαρχος νόμος του ποσοστού του κέρδους, ούτε η διάσπαση της υπεραξίας σε κέρδος, τόκο και γαιοπρόσοδο, ούτε η δράση του νόμου της αξίας μέσα στα πλαίσια του ανταγωνισμού. Όμως… όλ’ αυτά τα ζητήματα, όσο σπουδαία και να είναι από θεωρητικής άποψης, είναι αρκετά αδιάφορα από την άποψη της πρακτικής ταξικής πάλης. Γι’ αυτήν το μεγάλο θεωρητικό ζήτημα ήταν: η δημιουργία της υπεραξίας δηλαδή η επιστημονική ερμηνεία της εκμετάλλευσης, όπως επίσης η τάση της κοινωνικοποίησης του προτσές παραγωγής δηλαδή η επιστημονική ερμηνεία των αντικειμενικών βάσεων της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και τα δύο ζητήματα απαντά ήδη ο πρώτος τόμος του «Κεφαλαίου» ο οποίος συνάγει την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών» σαν αναπόφευκτο τελικό αποτέλεσμα της παραγωγής της υπεραξίας και της προοδεύσουσας συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Με αυτό ικανοποιήθηκε γενικά και συνολικά η πραγματική θεωρητική ανάγκη του εργατικού κινήματος… Και γι’ αυτό ο τρίτος τόμος του «Κεφαλαίου» έμεινε γενικά για τον σοσιαλισμό ένα αδιάφορο κεφάλαιο». (δική μου μετάφραση)
Είναι πράγματι εκπληκτικό πως η R. Luxemburg αντιμετωπίζει και διατυπώνει κριτικά το περιορισμένο της οπτικής του τοτινού σταδίου ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. Διαπιστώνει και διατυπώνει καθαρά ότι ο Μαρξ μας δίνει πολύ περισσότερα και πολύ πιο προχωρημένα απ’ αυτά που είναι αναγκαία για την «ταξική πάλη». Σήμερα, με τη σημερινή οπτική, μπορούμε να δούμε πιο καθαρά ότι η περιορισμένη αφομοίωση της μαρξικής θεωρίας από πλευράς του εργατικού κινήματος οφείλετο στους διατυπωμένους ως «τελικούς» πρακτικούς στόχους. Επειδή ακριβώς ήταν λογικό να τίθεται από το τοτινό εργατικό κίνημα στην ιστορική ημερήσια διάταξη, ο στόχος της «απελευθέρωσης της εργασίας» (μέσα στα πλαίσια του εμπορευματοπαραγωγού συστήματος) και όχι η υπέρβασή της. Δεν είναι τυχαίο που ο Λένιν έριξε όλη την προσοχή του στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας (σοσιαλισμός=Σοβιέτ+εξηλεκτρισμός της χώρας) σαν το βασικό ιστορικό καθήκον που μπορούσε σ’ εκείνη την εποχή αντικειμενικά να τεθεί στην ημερήσια διάταξη των κομμουνιστών και της πολιτικής εξουσίας τους.
Για την R. Luxemburg ήταν επίσης, κατά εκπληκτικό τρόπο, καθαρό και τούτο:
«Αλλά επίσης η δημιουργία του Μαρξ η οποία σαν επιστημονική επίδοση είναι αυτή καθεαυτή ένα πελώριο όλο, ξεπερνά τα άμεσα καθήκοντα της προλεταριακής ταξικής πάλης… Μόνο στο βαθμό που το κίνημα μας θα βρεθεί σε πιο προχωρημένα στάδια και θα εμφανίζονται νέα πρακτικά ζητήματα, τότε θα απευθυνθούμε και πάλιν στο μαρξικό απόθεμα σκέψης… Αν τώρα αισθανόμαστε στο κίνημα μας μια θεωρητική στασιμότητα, αυτό δεν οφείλεται στο ότι η μαρξική θεωρία από την οποία αντλούμε δεν είναι ικανή για ανάπτυξη ή ότι «ξεπεράστηκε» αλλά αντίστροφα, διότι… έχουμε πάρει ήδη από το μαρξικό οπλοστάσιο τα πνευματικά όπλα που ήταν αναγκαία για το μέχρι τώρα στάδιο της πάλης μας, χωρίς με αυτό να το εξαντλήσουμε. όχι διότι εμείς στην πρακτική πάλη «ξεπεράσαμε» τον Μαρξ αλλά αντίστροφα διότι ο Μαρξ με την επιστημονική του δημιουργία μας έχει ήδη, εκ των προτέρων ξεπεράσει σαν πρακτικό κόμμα πάλης, όχι διότι ο Μαρξ δεν είναι επαρκής πλέον για τις ανάγκες μας αλλά διότι οι ανάγκες μας ακόμη δεν είναι επαρκείς για την αξιοποίηση των μαρξικών σκέψεων».(δική μου μετάφραση)
Αυτά τα λόγια της R. Luxemburg μας λένε πολλά: η μαρξική θεωρία δεν πρέπει να κατανοείται σαν μια άκαμπτη, ανιστορική διδασκαλία την οποία μπορεί να την ερμηνεύσει κανείς μόνο σωστά ή μόνο λανθασμένα. Αυτό ισχύει τόσο για εκείνους που δεν βλέπουν ή δεν θέλουν να δουν το τέλος του «παραδοσιακού» μαρξισμού, όσο και για εκείνους που θέλουν να κλείσουν ειρήνη με τις κυρίαρχες καπιταλιστικές σχέσεις. Με αυτή την έννοια μπορούμε να εκτιμήσουμε πολύ θετικά τις αναφορές της R. Luxenburg, τις σκέψεις και τις τοποθετήσεις της που προχωρούν πέραν την εποχής της. Είναι για μας μια μεγάλη βοήθεια στην προσπάθεια μας να κατανοήσουμε την ιστορική κρίση της δικής μας εποχής και όχι να την απωθούμε. Αυτή η ιστορική κρίση του καπιταλισμού είναι η ίδια που έχει εντοπιστεί και διατυπωθεί από τον Λένιν στο έργο του «Ιμπεριαλισμός το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού». Αυτό το στάδιο έχει επιμηκυνθεί μέχρι σήμερα. Το γιατί, πρέπει να ερμηνευθεί.
Υπάρχει λοιπόν πράγματι ο διπλός Μαρξ. Και αυτός ο διπλός Μαρξ μας παρέδωσε επίσης μια διπλή επαναστατική θεωρία. Εκτός από τον αρκετά ισοπεδωμένο από το εργατικό κίνημα Μαρξ θεωρητικό μιας προλεταριακής επανάστασης, κρύβεται στο βάθος της κριτικής του της πολιτικής οικονομίας μια άλλη εκδοχή για το τέλος του κεφαλαίου η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει προσεχθεί αρκετά, πόσο μάλλον να αναδειχθεί.
Ενώ ο Μαρξ και ο Έγκελς από την μια πλευρά ανέμεναν πράγματι την υπέρβαση της καπιταλιστικής σχέσης από την δράση του αυτοσυνείδητου προλεταριάτου, σχεδιάζει ταυτόχρονα ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» και στα “Grundrisse” ένα άλλο σενάριο για το τέλος της καπιταλιστικής κοινωνίας το οποίο έχει εντελώς ξεχαστεί από τους μελετητές του. Σ’ αυτή την εκδοχή δεν είναι το προλεταριάτο που βάζει το κεφάλαιο στο μουσείο της ιστορίας. αντ’ αυτού, η κοινωνικοποίηση μέσω της αξίας αποτυγχάνει εξαιτίας της δικής της εσωτερικής λογικής. Αυτή η αντίληψη ενός αντικειμενικού ορίου της αστικής κοινωνίας προβλέπει την αυτοδιάλυση της εμβρυακής μορφής της καπιταλιστικής κοινωνίας, της μορφής αξία και της μορφής εμπόρευμα και συγκεντρώνεται λογικά γύρω από το πως γίνεται περιττός ο άμεσος παραγωγός. Η μορφή αξία και η μορφή εμπόρευμα χάνουν τη βάση τους και με αυτό την ικανότητά τους να υπάρχουν, «μόλις η εργασία στην άμεση μορφή παύει να είναι η μεγάλη πηγή του [υλικού] πλούτου». [Grundrisse, σελ. 601 (σ. 538 Ελληνική Έκδοση)], διότι η άμεση παραγωγική εργασία, αποτελεί τη ζωντανή βάση της αξίας. Σ’ αυτή την αντίκρυση που συνάγεται από τη μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας δηλαδή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, η κατάρρευση του κεφαλαίου και η αποβολή του άμεσου παραγωγού από το προτσές παραγωγής ταυτίζονται.
Με αυτή την εκδοχή ο Μαρξ θέτει το μαρξισμό του εργατικού κινήματος με το κεφάλι κάτω. Ενώ για κάθε μαρξισμό του εργατικού κινήματος οι άμεσοι παραγωγοί αποτελούν εντελώς αυτονόητα τον πυρήνα της προλεταριακής ταξικής δύναμης και γι’ αυτό ισχύουν σαν το πιο ιερό, εμφανίζεται εδώ, όλως διόλου ξαφνικά, η απώλεια της σημασίας τους σαν conditio sine qua non (όρος εκ των ων ουκ άνευ) της κομμουνιστικής επανάστασης.
Είναι δύσκολο να συνταιριάσουμε αυτές τις διαμετρικά αντίθετες γραμμές επιχειρηματολογίας. Ο Μαρξ δεν κατώρθωσε να συνενώσει σε έναν ενιαίο σύνολο την θεμελιακή αντίθεση ανάμεσα στους δύο τρόπους αντίκρυσης. Αντ’ αυτού διασταυρώνονται στο έργο του ασυμβίβαστες θεωρητικές γραμμές και το γιγαντιαίο σώμα της μαρξικής θεωρίας παραμένει διφορούμενο. Στο έργο του βρίσκονται δύο εκδοχές για την κατάρρευση της σχέσης κεφάλαιο δίπλα-δίπλα χωρίς διαμεσολάβηση. Ο Μαρξ μιλά από τη μια μεριά για την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών» μέσω των αυτοσυνειδητοποιημένων εργατικών μαζών («Το κεφάλαιο», πρώτος τόμος, σελ. 787) και από την άλλη μεριά για το εσωτερικό αντικειμενικό όριο του κεφαλαίου [«Το κεφάλαιο», τρίτος τόμος, σελ. 316, “Grundrisse”, σελ. 592-610 (σ. 529-547 Ελληνική Έκδοση)], χωρίς να μπορεί να δημιουργήσει έστω και μια προσωρινή σύνδεση των δύο απόψεων. Η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο συμπέρασμα της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, στο αντικειμενικό προτσές κρίσης και στην εργατική τάξη σαν επαναστατικό υποκείμενο παραμένει στο σύνολο του έργου του μια τυφλή κηλίδα και γι’ αυτό ασαφής.
Αυτή η λίγο ικανοποιητική κατάσταση σίγουρα δεν οφείλεται σε ελλειμματικές αναλυτικές ικανότητες του Μαρξ. Έχει την αιτία της στις πραγματικές ιστορικές περιστάσεις οι οποίες μπήκαν στην διαμόρφωση και συγκρότηση της μαρξικής θεωρίας. Ο Μαρξ συνέδεσε δύο μεγάλα ιστορικά προτσές. Από τη μια πλευρά το κίνημα πολιτικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης, ένα κίνημα που τότε μόλις ξεκινούσε. Από την άλλη πλευρά ανάλυσε σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο αφαίρεσης την αντικειμενική κρίση και τελικά τη διάλυση της καπιταλιστικής κοινωνίας και των βασικών μορφών της, κάτι που μόλις σήμερα συμβαίνει. Ο Μαρξ δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει αυστηρά αυτά τα δύο ιστορικά προτσές. θεώρησε ότι ανήκουν μαζί. θεώρησε ότι η στιγμή της πολιτικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης ταυτίζεται με την ανθρώπινη (κοινωνική) χειραφέτηση δηλαδή με το τέλος της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα όμως αυτά τα δύο προτσές τελούνται, τόσο από ιστορικής όσο και από λογικής πλευράς, σε διαφορετικές εποχές. Η πολιτική χειραφέτηση των εργατών έχει γίνει εδώ και καιρό με την αποδοχή των εργατών σαν πολίτες του κράτους και κατόχους εμπορεύματος, ενώ η διάλυση της μορφής αξία και της μορφής εμπόρευμα συμβαίνει μόλις τώρα, στην σημερινή εποχή. Η καταστροφή της καπιταλιστικής μορφής δεν ταυτίζεται με τη χειραφέτηση της εργασίας αλλά με την απελευθέρωση από αυτήν. Η πολιτική χειραφέτηση των μισθωτών εργατών δεν οδήγησε στην εξάλειψη της λογικής της αξίας. Η αυτοκαταστροφή της λογικής της αξίας μπήκε στο οξύ στάδιο της μόλις τώρα – πάνω από εκατόν είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του Μαρξ – και περιλαμβάνει εντελώς αυτονόητα και την καταστροφή του εργάτη.
Για τον Μαρξ ήταν αναπόφευκτη η αυταπατική ταύτιση της πολιτικής χειραφέτησης των εργατών και της κομμουνιστικής επανάστασης. Αναζητώντας ο Μαρξ σημεία στήριξης για την επαναστατική θεωρία του της υπέρβασης της καπιταλιστικής κοινωνίας, στο πραγματικό ιστορικό προτσές της εποχής του, μπορούσε να βρει μόνο ένα διανοητό σημείο αναφοράς και αυτό δεν μπορούσε να είναι άλλο από το εργατικό κίνημα. Η κομμουνιστική επανάσταση μπορούσε μόνο να είναι ένα προϊόν αυτού του κινήματος χειραφέτησης που μόλις είχε αρχίσει, διαφορετικά η κομμουνιστική προοπτική ήταν για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα χωρίς νόημα, μια φαντασίωση. Ταυτόχρονα ο Μαρξ διατηρεί με συνέπεια τη θέση ενός αντικειμενικού εσωτερικού ορίου του κεφαλαίου όταν αυτός κινείται σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Όταν προσπαθεί να βρει τη γέφυρα προς την εμπειρική πραγματικότητα της εποχής του πλησιάζει το εργατικό κίνημα και την πάλη του για πολιτική χειραφέτηση.
(Ακόμα περισσότερο απ’ ότι ο Μαρξ, το γλύστριμα αυτό στην περίπτωση του Έγκελς κτυπά στο μάτι. Αυτό σίγουρα δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι θέσεις του Έγκελς είναι ουσιαστικά διαφορετικές αλλά είναι μάλλον επακόλουθο, κατά κύριο λόγο, του καταμερισμού της εργασίας ανάμεσα στους δύο κλασικούς. Ακριβώς επειδή ο Έγκελς ανάλαβε, περισσότερο απ’ ότι ο Μαρξ, την διάδοση και εκλαΐκευση της θεωρίας, γλιστρά υποχρεωτικά στα πλοκάμια της ωμής εμπειρικής πραγματικότητας, η οποία πραγματικότητα δεν βρισκόταν στο ύψος της μαρξικής έννοιας. Στον Μαρξ δεν συμβαίνει αυτό όσο κινείται στο επίπεδο του καθαρού εννοιακού καθορισμού. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο να υποτιμάται ο Έγκελς και να θεωρείται υπεύθυνος για το κουτσούρεμα της μαρξικής θεωρίας. Υπενθυμίζουμε όμως ότι τα κυριότερα αλλά και τα πιο συζητημένα έργα του Έγκελς γράφτηκαν όταν ακόμη ζούσε ο Μαρξ και κάτω από την επίβλεψη του (όπως το «Αντι-Ντύριγκ) και μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν θα μπορούσαν να δημοσιευθούν αν ο Μαρξ είχε σοβαρές αντιρρήσεις ή διαφωνίες. Αυτό έτσι σαν παρατήρηση στο περιθώριο).
Ο Μαρξ αντί να εμφανίζεται στην εποχή του σαν απολογητής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και να του πιστώνει εκούσια μια απροσδιόριστα μεγάλη διάρκεια ζωής, ένα «συγχωροχάρτι», διέσωσε την επαναστατική ουσία της θεωρίας του με το να προβάλει μέσα στο όραμά του για μια αναπαραγωγή της κοινωνίας που δεν θα βασίζεται στην αξία, το γρήγορα αναδυόμενο και συγκροτούμενο εργατικό κίνημα. Ελλείψει αντικειμενικών εμπειρικών σημείων στήριξης στην εποχή του για την αυτοκατάρρευση της σχέσης αξία, ο Μαρξ διατύπωσε την θέση για την κατάργηση της αξίας και του εμπορεύματος σαν υποκειμενικό καθήκον, και το πίστωσε στο ανερχόμενο εργατικό κίνημα. Αυτό το «λάθος» οφείλεται, όπως αναφέραμε πιο πάνω, κυρίως σε μια παρανόηση. Ο Μαρξ θεωρούσε τον αποκλεισμό των κατόχων του εμπορεύματος εργατική δύναμη από τις ευλογίες της αστικής δημοκρατίας των εμπορευμάτων σαν δομικό χαρακτηριστικό κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας. Για τον Μαρξ η πολιτική χειραφέτηση των εργατών μπορούσε να ταυτιστεί μόνο με τη διάλυση της σχέσης αξία και της σχέσης εμπόρευμα, διότι οι εργατικές μάζες – διαφορετικά απ’ ότι η μπουρζουαζία – δεν μπορούν να αισθάνονται καλά μέσα στα πλαίσια των πραγμοποιημένων σχέσεων. Ξεκινά από το σημείο ότι στους ιδιοκτήτες του εμπορεύματος εργατική δύναμη θα παρέμενε για πάντα κλειστός ο δρόμος για ισότιμη συμμετοχή εντός της κοινότητας ελεύθερων και ίσων κατόχων εμπορευμάτων, παρ’ όλες τις πολλές κοπιαστικές προσπάθειες. Σ’ αυτή την μαρξική ερμηνεία δικτυώνονται εντελώς ιδιόμορφα το υποανάπτυκτο των χειροπιαστών, εμπειρικών συνθηκών του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα με τη θεμελιακή, ριζοσπαστική κριτική της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Η κλασική αθλιότητα των εργατών του 19ου αιώνα ήταν ως γνωστό, μόνο ένα παροδικό φαινόμενο. Η υπέρβαση αυτού του φαινομένου μπορούσε να γίνει και έγινε μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής λογικής. Οι βάναυσες συνθήκες οι οποίες συνόδευαν την παιδική ηλικία του κεφαλαίου εξαφανίστηκαν με την ανάπτυξη της κοινωνικοποίησης της αξίας και η εργατικής τάξη αναπτύχθηκε μέσω πάρα πολλών αγώνων και ρήξεων σ’ αυτό που σύμφωνα με την έννοιά της ήταν ήδη πάντα. Μεταμορφώθηκε από κατώτερη και υποβαθισμένη «τέταρτη τάξη» (“Stand”) σε μια ιδιαίτερη κατηγορία ελεύθερων και ίσων κατόχων εμπορεύματος. Αυτή η τάση ανάπτυξης που εμπεριέχεται στη λογική της έννοιας του κεφαλαίου του Μαρξ, ξέφυγε από το στόχαστρό του. Τυφλωμένος ο Μαρξ τόσο από την σκανδαλώδη εμπειρική μιζέρια, όσο και από την ελπίδα μιας «άμεσης» επαναστατικής προοπτικής, θεώρησε τους εργάτες σαν την ζωντανή άρνηση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ξέφυγε από το στόχαστρο του η διαφορά ανάμεσα στην πάλη ενάντια στην αθλιότητα της ύπαρξης των εργατών και της πάλης ενάντια στην ίδια την άθλια ύπαρξη των εργατών και έτσι ο Μαρξ θεώρησε τις εργατικές μάζες σαν τις προνομιούχους φορείς μιας κομμουνιστικής επανάστασης. Αυτός ο τρόπος αντίκρυσης – που η ιστορία απόδειξε ότι ήταν λανθασμένος – συμπυκνώθηκε στρατηγικά από το Μαρξ και μετατράπηκε στο δημοφιλές σύνθημα: «αυτοκατάργηση του προλεταριάτου». Αυτή η μαγική φόρμουλα βάζει μαζί ότι δεν ανήκει μαζί και προσφέρει στον Μαρξ την δυνατότητα να διατηρεί τη θέση του για την υπέρβαση του άμεσου παραγωγού.
Αυτή η ανεπάρκεια δεν μπορεί ωστόσο να είναι μομφή για τον ίδιο τον Μαρξ. Η προσπάθεια να συγκεκριμενοποιηθεί η κριτική του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής πάνω σ’ ένα επίπεδο κοινωνικοποίησης στο οποίο δεν βρισκόταν στο ιστορικό πρόγραμμα ο παραμερισμός και η υπέρβαση του, αλλά μόνο η διαμόρφωση και συγκρότηση του, οδήγησε υποχρεωτικά σε ιδιόμορφες στρεβλώσεις. Ότι ο Μαρξ αντιλαμβάνεται γεμάτος ελπίδα ήδη σαν ένδειξη για την αρχηνιμένη αγωνία της καπιταλιστικής κοινωνίας, ήταν στην πραγματικότητα απλά και μόνο οι οδύνες του τοκετού της και αυτή η περίσταση αφήνει επίσης τα ίχνη της υποχρεωτικά στη θεωρία του.
Αφού στο μαρξικό έργο αναμειγνύονται σε ένα, η ριζοσπαστική κριτική της καπιταλιστικής κοινωνίας και η πάλη του εργατικού κινήματος για την «υπέρβαση» της, είναι ακριβώς το καθήκον μιας σύγχρονης επαναστατικής θεωρίας να ξεχωρίσει τα δύο μέρη του αμαλγάματος. Η λανθασμένη ενότητα αντιθετικών τρόπων αντίκρυσης κάνει άχρηστη την μαρξική θεωρία για τις ανάγκες της εποχής μας. Μόνο η όξυνση της κριτικής της αξίας κάνει τη μαρξική θεωρία υψηλής ισχύος εκρηκτική ύλη. Στην διαδικασία αναζήτησης του χαμένου σοσιαλιστικού στόχου πρέπει να παραμερίσουμε κάθε σκέψη που συνδέει την κομμουνιστική επανάσταση με την εργατική τάξη, με οποιανδήποτε τάξη, και αντ’ αυτού να προχωρήσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε την κριτική του «φετιχισμού του εμπορεύματος» μέχρι το σημερινό κρισιακό περιεχόμενο του καθώς και την επαναστατική στιγμή που εμπεριέχει. Η θετική επαναδιατύπωση μιας επαναστατικής θεωρίας στο ύψος της εποχής μας και στο επίπεδο αντανάκλασης που έθεσε η μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας προϋποθέτει την θεωρητική απελευθέρωσή μας από τον παραδοσιακό τρόπο σκέψης που έχουμε συνηθίσει και που τώρα είναι αναχρονιστικός.
Απρίλης 2008
—
Σημειώσεις