el:digital:metonmarx:epixirimatikotita

Πως η Επιχειρηματικότητα καταστρέφει τον Κόσμο (Ηλεκτρονικό Άρθρο)

Ιστορικό Σημείωμα

  • Για αρχεία κειμένου (PDF, ODF) και την δημιουργία συλλογών κειμένων (book creator), χρησιμοποιείστε τις αντίστοιχες επιλογές στο δεξί πλάι της σελίδας κάθε άρθρου.

Αυτό το ηλεκτρονικό άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Facebook Με τον Μαρξ Πέραν του Μαρξ στις 02/07/16.

Περιεχόμενο

Πως η Επιχειρηματικότητα καταστρέφει τον Κόσμο

Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 η 2η βιομηχανική επανάσταση που οδήγησε στο «οικονομικό θαύμα» των πυρηνικών χωρών του κεφαλαίου εξάντλησε το δυναμικό της, αποδεικνύοντας έτσι ότι οι καπιταλιστικές ελπίδες για μια «διαρκή ανάπτυξη και άνθιση» ήταν μια αυταπάτη. Ταυτόχρονα έγινε επίσης σαφές ότι η πλήρης κινητοποίηση της 2ης βιομηχανικής επανάστασης προκάλεσε μια νέα διάσταση της κρίσης ακριβώς σαν επακόλουθο της άνθισης:  την καταστροφή των φυσικών βάσεων της ζωής.

Ήδη το 1972 μια ομάδα επιστημόνων του “Club of Rome” δημοσίευσε την ξακουστή έκθεση που είχε τον τίτλο «Όρια της ανάπτυξης». Σ’ αυτήν αποδεικνύεται ότι η διαρκώς επεκτεινόμενη ανάπτυξη της σύγχρονης (καπιταλιστικής) οικονομίας θα οδηγήσει, σε ένα ιστορικά μικρό χρονικό διάστημα, σε μια καταστροφή των φυσικών βάσεων της ζωής. Η αλόγιστη κατανάλωση των πόρων και η σκανδαλώδης ανοχή των εκπομπών ρύπων – λέει η έκθεση – θέτουν υπό αμφισβήτηση την επιβίωση της ανθρωπότητας. Σ’ αυτήν όμως την μελέτη-κριτική αυτών των επιστημόνων εμφανίζεται μόνο με πολύ έμμεσο τρόπο ο καταστροφικός χαρακτήρας του επιχειρηματικού ορθολογισμού και μάλιστα όχι σαν χαρακτηριστικό του εμπορευματοπαραγωγού συστήματος. Αντ’ αυτού υπεύθυνη θεωρείται η «βιομηχανική κοινωνία γενικά» και έτσι εξαφανίζεται πίσω από το τεχνολογικό φαινόμενο η αρνητική κοινωνική αφαίρεση του χρήματος με το ασταμάτητο προτσές επανασύνδεσης του στον ίδιο τον εαυτό του, δηλαδή η αυτοαξιοποίηση και αυτοαύξηση της αξίας – του χρήματος – του κεφαλαίου ως αυτοσκοπός.

Έχουν περάσει τριάντα  και πλέον χρόνια από τον καιρό που διατυπώθηκε αυτή η διάγνωση-πρόβλεψη και κανείς δεν αμφισβητεί πλέον την ορθότητά της. Στοιχειώδεις προϋποθέσεις της ζωής όπως το νερό, ο αέρας και το έδαφος βρίσκονται μόνιμα κάτω από ένα προτσές αυξανόμενης δηλητηρίασης. Το προστατευτικό στρώμα του όζοντος στην ατμόσφαιρα καταστρέφεται πράγμα που έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή των βιολογικών όντων. Το πόσιμο νερό δεν είναι μόνο μολυσμένο αλλά και δυσεύρετο. Η έρημος επεκτείνεται. Με αυξανόμενη ταχύτητα εξαφανίζονται είδη της πανίδας και χλωρίδας. Τα τροπικά δάση, ο μεγαλύτερος πνεύμονας της γης συρρικνώνονται.

Έγινε ήδη σαφές ότι το πρόβλημα της «οικολογικής κρίσης» δεν εξαντλείται καθόλου μόνο στο ζήτημα της προοδευτικής εξάντλησης των πρώτων υλών, όπως ισχυρίζονται οι επιστήμονες του “Club of Rome”. Εξ’ αιτίας της πλημμύρας με τοξικούς ερεθισμούς απειλείται με κατάρρευση (κυρίως στα παιδιά) το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα. Επίσης εξαφανίζεται η ομορφιά του κόσμου. Η οικονομία της αγοράς ασχημίζει. Όπως φαίνεται η οικονομία εργάζεται με υψηλή αποτελεσματικότητα στο να μετατρέψει ολόκληρο τον πλανήτη σε ένα βρομίζων σκουπιδότοπο και τελικά να σβήσει κάθε ζωή. Μόνο στα τελευταία πενήντα χρόνια η καταστροφή ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι σε ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία της ανθρωπότητας.

Το αργότερο από τον καιρό της μελέτης των επιστημόνων του Club of Rome το «πρόβλημα του περιβάλλοντος» είναι αντικείμενο συζήτησης σε όλες τις χώρες. Αυτή όμως η συζήτηση είναι αναξιόπιστη. Οι περισσότεροι πολιτικοί προτρέπουν την ανθρωπότητα να συνέλθει και να λογικευτεί παράγοντας ασταμάτητα ηθικές φράσεις όπως η βιομηχανία παράγει απορρίμματα. Διοργανώνουν συνέδρια των οποίων το πραγματικό αποτέλεσμα είναι συνήθως μηδαμινό. Όλοι μιλούν μεγαλόστομα για την αναγκαιότητα μιας «παγκόσμιας επανάστασης» με σκοπό να σωθεί η φύση και η ανθρωπότητα. Αλλά από πότε γίνονται επαναστάσεις από επιχειρηματίες, από φιλανθρωπικές και φιλοζωϊκές οργανώσεις; Όλ’ αυτά είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από επαναστατικά. Όπως όλοι οι καλοί πολίτες και χριστιανοί θέλουν όλοι αυτοί οι αξιότιμοι ηθικολογούντες επιχειρηματίες, φιλάνθρωποι, φιλόζωοι και επιστήμονες να συμφιλιώσουν τον λύκο με το αρνί. Θέλουν, πάνω στο έδαφος μιας παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς, να συνταιριάσουν την «ποιοτική ανάπτυξη» και την «διαρκή ανάπτυξη», την «οικονομική αποτελεσματικότητα» και την «οικολογική πρόκληση», το χρήμα και την φύση. Είναι αυτός ο στόχος ρεαλιστικός ή είναι η αφελής προσπάθεια ενός τετραγωνισμού του κύκλου;

Ας δούμε αυτό το ζήτημα από πιο κοντά.

Η ρίζα της καπιταλιστικής οικονομίας είναι το χρήμα. Το χρήμα όμως είναι μια κοινωνική αφαίρεση διότι κάνει αφαίρεση από κάθε αισθητό, ποιοτικό περιεχόμενο. Εκατό ευρώ είναι ένα αφηρημένο ποσοτικό μέγεθος. Ήδη ο φιλόσοφος Hegel γνώριζε ότι το χρήμα αντιπροσωπεύει κοινωνική εργασία. αλλά εργασία σε αφηρημένη μορφή, αποκαθαρισμένη από τον συγκεκριμένο υλικό καθορισμό της. Στη σχέση της με το χρήμα η εργασία εμφανίζεται ως καθαρό ξόδεμα αφηρημένης ανθρώπινης ενέργειας. Γι’ αυτό ο Hegel μιλούσε για «αφηρημένη εργασία», μια έκφραση που παρελήφθη από τον Μαρξ. Η εργασία, λέει ο Μαρξ, είναι «ξόδεμα ανθρώπινου μυαλού, ανθρώπινων μυώνων, νεύρων, χεριών κλπ», είναι «ξόδεμα ανθρώπινης  εργατικής δύναμης με τη φυσιολογική έννοια και με αυτή την ιδιότητα της όμοιας ανθρώπινης ή αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας αποτελεί την αξία του εμπορεύματος» (Μαρξ: «Το κεφάλαιο» τόμος 1, σελ. 58, 60). Όμως ο Hegel είπε επίσης: «αφαιρέσεις, να προσπαθείς να τις κάνεις να ισχύουν στην πραγματικότητα σημαίνει να καταστρέφεις την πραγματικότητα». Έτσι στο βαθμό που το χρήμα μπαίνει ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, δηλαδή στο «πρότσες ανταλλαγής της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση» (Μαρξ: «Το κεφάλαιο», τόμος 1, σελ. 190), καταστρέφεται τόσο ο άνθρωπος, όσο και η φύση. Γι’ αυτό το χρήμα είναι επίσης η ρίζα του καταστροφικού δυναμικού της καπιταλιστικής οικονομίας.

Φυσικά το χρήμα είναι πολύ παλαιότερο από τη σύγχρονη καπιταλιστική βιομηχανική κοινωνία. Όμως πριν από τον 18ο αιώνα (και σε πολλές χώρες μέχρι βαθιά μέσα στον 20ο αιώνα) έπαιζε για τους περισσότερους ανθρώπους μόνο ένα περιθωριακό ρόλο. Το μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων παράγετο και καταναλώνετο επί τόπου δηλαδή χωρίς ανταλλαγή εμπορευμάτων. Στο βαθμό που υπήρχε παραγωγή εμπορευμάτων, το χρήμα παρέμενε περιορισμένο στο ρόλο ενός μέσου: βρισκόταν ανάμεσα σε δύο ποιοτικά διαφορετικά εμπορεύματα ως απλό μέσο ανταλλαγής (εμπόρευμα – χρήμα – άλλο εμπόρευμα). Η σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία δεν γεννήθηκε από την πρόοδο της τεχνικής, όπως πολλοί νομίζουν. Το αποφασιστικό στοιχείο ήταν η μετατροπή του χρήματος από ένα μέσο σε ένα «αυτοσκοπό» (Μαρξ: «Το κεφάλαιο», τόμος 1, σελ. 143 και αλλού).

Τι σημαίνει αυτό;

Στην καπιταλιστική οικονομία αντιστράφηκε η σχέση του εμπορεύματος και του χρήματος. Το χρήμα δεν βρίσκεται πλέον στο κέντρο ανάμεσα σε δύο ποιοτικά διαφορετικά εμπορεύματα αλλά ακριβώς αντίστροφα: το εμπόρευμα βρίσκεται στο κέντρο ανάμεσα σε δύο μορφές εμφάνισης της ίδιας αφηρημένης μορφής «χρήμα». Αυτό το εγχείρημα έχει φυσικά νόημα μόνο όταν στο τέλος βρίσκεται μια μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος απ’ ότι στην αφετηρία, (χρήμα – εμπόρευμα – περισσότερο χρήμα). Το χρήμα μετατράπηκε σε «παραγωγικό κεφάλαιο», το οποίο αυτοαυξάνεται. Διαφορετικά απ’ ότι στους παλιούς παραγωγούς, ο σκοπός δεν είναι η υλική αναπαραγωγή της δικής τους ζωής αλλά η σώρευση κέρδους στην μορφή του χρήματος. Μόνο ένεκα αυτής της νέας οικονομικής λογικής μπόρεσε να γεννηθεί η ολοκληρωτική οικονομία της αγοράς στην οποία οι προσανατολισμένες προς το κέρδος επιχειρήσεις ανταγωνίζονται αναμεταξύ τους και όλοι οι άνθρωποι εξαρτώνται πλέον από το προτσές του «κερδίζειν χρήμα». Το χρήμα είναι τώρα αυτοαναφορικό σε μια κυβερνητική κύκλυση. Έγινε ένα «απρόσωπο» και «αυτόματο υποκείμενο» (Μαρξ: «Το κεφάλαιο», τόμος 1, σελ. 167 και αλλού). Αυτονομήθηκε, στην παράλογη κίνηση του ως αυτοσκοπός, απέναντι όλων των ανθρώπινων υποκειμένων και αρχίζει να διάγει μια φαντασματική δική του ζωή. Έτσι η σύγχρονη οικονομία της αγοράς μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια οικονομία που αποσυνδέθηκε από όλες τις συνάφειες και αλληλεξαρτήσεις της ζωής, ως μια «αποκομμένη οικονομία».

Είναι αλήθεια ότι αυτή η ιστορικά νέα οικονομία ανάπτυξε τις παραγωγικές δυνάμεις με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όλα όμως τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα πρέπει να υποταχθούν στη μορφή του χρήματος και έχουν τη σφραγίδα του. Αυτό σημαίνει ότι το αισθητό περιεχόμενο της παραγωγής υποτάσσεται, με την φαινομενική υπόσταση ενός φυσικού νόμου, σε μια αφηρημένη, καθαρά ποσοτική οικονομική διαδικασία. Το χρήμα εργάζεται όπως ένα κοινωνικό ρομπότ το οποίο δεν μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στο δηλητηριώδες και στο μη δηλητηριώδες, στο ωραίο και στο άσχημο, στο ηθικό και στο ανήθικο.

(Οι πιο πάνω αναφορές βασίζονται στο μέρος εκείνο της μαρξικής θεωρίας που δεν μετατράπηκε σε «μαρξισμό» και που σήμερα είναι υπερεπίκαιρο. Μπορεί κανείς να αποκτήσει μια καλή πρώτη αντίληψη αυτής της θεωρητικής κατεύθυνσης της κριτικής του καπιταλισμού του Μαρξ μελετώντας σε βάθος το πρώτο και δεύτερο μέρος του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου», σελ. 49-189)).

Κάτω από την πίεση του ανταγωνισμού στην οικονομία της αγοράς η ατομική επιχείρηση είναι αναγκασμένη να υπακούει στην λογική του χρήματος. Αυτό το ονόμασαν επιχειρηματικότητα. Όταν μιλούν για «μείωση των κόστων» και για «αποτελεσματικότητα», τότε αυτό που εννοούν είναι πάντοτε μόνο το μη αισθητό αφηρημένο «συμφέρον» του χρήματος. Ο επιχειρηματικός υπολογισμός απαιτεί άμεσα, όπως ένας μανιακός ή παρανοϊκός που διακατέχεται από μια έμμονη ιδέα, την αφηρημένη «μείωση των κόστων» χωρίς να ενδιαφέρεται για το αισθητό περιεχόμενο και για τα φυσικά επακόλουθα.

Η επιχειρηματικότητα μιλά μόνιμα για μια καλυτέρευση της ποιότητας. Αισθητικά αφορά όμως πάντοτε μόνο το Design του ξεχωριστού προϊόντος, ποτέ τον κόσμο που βρίσκεται έξω από τα πλαίσια της επιχειρηματικότητας. Το αποτέλεσμα είναι «ωραία» προϊόντα σε ένα σαπίζων «περιβάλλον». Αλλά ακόμη και η υλική ποιότητα των ίδιων των προϊόντων είναι πολλές φορές απλά φαινομενική. Η βιομηχανία τροφίμων πασχίζει να διαπαιδαγωγήσει τους ανθρώπους έτσι που να μη μπορούν πλέον να απολαμβάνουν φυσιολογικά γεύσεις και μυρωδιές. Στο όνομα του συμφέροντος της επιχειρηματικής «αποτελεσματικότητας» και της «απλοποίησης» για τις μεγάλες αγορές εξαφανίζονται σε όλο το κόσμο χιλιάδες ποικιλίες φυτών και ζώων. Στα εργαστήρια παράγονται τρόφιμα που συσκευάζονται με ιδιαίτερη ευκολία και δε χαλούν, πρέπει όμως να εμβολιαστούν χημικά με «γεύση».

Πέραν από την προοδευτική καταστροφή της αισθητής και αισθητικής απόλαυσης, η «μείωση των κόστων» είναι στην πραγματικότητα απλά μια εξωτερίκευση των κόστων πάνω στην φύση και στο μέλλον. Και τούτο επειδή, από την άποψη της επιχειρηματικότητας, η φύση και το μέλλον είναι οικονομικά κενοί χώροι στους οποίους εξαφανίζονται, φαινομενικά χωρίς ίχνος, τα «απορρίμματα της παραγωγής». Αυτό δεν ισχύει μόνο για τις εκπομπές ρύπων από την παραγωγή. Όταν η επιχειρηματικότητα αναζητεί σε παγκόσμιο επίπεδο χαμηλούς μισθούς, χαμηλά κόστα και άλλα πλεονεκτήματα στο επίπεδο του χρήματος προκαλεί στο επίπεδο της φύσης και των υλικών πόρων ένα όργιο σπατάλης. Επίσης, η «διαρκώς επεκτεινόμενη ανάπτυξη», για την οποία διαμαρτύρονται οι επιστήμονες του “Club of Rome” δεν είναι καμιά «λανθασμένη ανάπτυξη» αλλά ένα αναγκαστικό αποτέλεσμα του συστήματος της αγοράς. Το κυβερνητικά επανασυνδεόμενο στον εαυτό του χρήμα απαιτεί τη μόνιμη αύξηση της παραγωγής. Ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός απαιτεί τη μόνιμη άνοδο της παραγωγικότητας, πράγμα που σημαίνει ότι το κάθε ξεχωριστό προϊόν αντιπροσωπεύει όλο και λιγότερη αξία δηλαδή χρήμα. Απ΄ εδώ πηγάζει η ανάγκη της μεγέθυνσης της παραγωγής όχι με αριθμητική αλλά με γεωμετρική πρόοδο. Σ’ αυτή την δυναμική της ανάπτυξης, στην οποία οι επιχειρηματικές επενδύσεις ακολουθούν υποχρεωτικά την αφηρημένη λογική της κερδοφορίας, η επιδίωξη μιας ποιοτικής «αειφόρου ανάπτυξης» μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης οικονομίας της αγοράς, είναι αυταπάτη.

Η παραγωγή ακόμη και αναγκαίων για τη ζωή αγαθών σταματά αυτόματα όταν δεν είναι πλέον κερδοφόρα, όταν δηλαδή δεν υπηρετεί πλέον τον αυτοσκοπό του χρήματος. από την άλλη πλευρά το κεφάλαιο ρέει αυτόματα σε αχρείαστα, άχρηστα ακόμη και καταστροφικά έργα όταν αυτά υπόσχονται ψηλά κέρδη. Με αυτό τον τρόπο η κοινωνική ζωή παίρνει τον χαρακτήρα της αυτοκαταστροφής. Ενώ ένεκα της ανόδου της παραγωγικότητας γίνονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι άνεργοι, πρέπει οι κάτοχοι του χρήματος να καταναλώνουν όλο και περισσότερα προϊόντα, όλο και πιο γρήγορα για να μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί το σύστημα. Μέσω «προγραμματισμένης απόσβεσης» συντομεύεται η ζωή των προϊόντων. ταυτόχρονα η βιομηχανία εφευρίσκει νέες ψευδοανάγκες. Από τη μια πλευρά: παιδιά που ζητιανεύουν. Από την άλλη πλευρά: παράλογοι που καταναλώνουν μέχρι θανάτου.

Το σύγχρονο management σκοτώνει καθημερινά χιλιάδες ανθρώπους, ιδιαίτερα παιδιά, όμως μπορεί πάντοτε να πλένει τα χέρια του στην αθωότητα, επικαλούμενο τους βωβούς νόμους του χρήματος. Επίσης οι εργάτες δεν επιτρέπεται να ρωτούν για το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της εργασίας τους διότι εξαρτώνται άμεσα από τις «θέσεις εργασίας». Το σύστημα του χρήματος παράγει μια δομική σχιζοφρένεια: όλοι γνωρίζουν ότι η δραστηριότητα τους είναι καταστροφική όμως όλοι έχουν καρφωμένα το βλέμμα τους πάνω στο χρηματικό εισόδημα με τη μορφή του κέρδους και του μισθού. Γιατί αναστατώνεται η δημόσια κοινή γνώμη για τις επιθέσεις αυτοκτονίας των κάθε λογής απελπισμένων και φονταμενταλιστών όταν αποδέχεται το παγκόσμιο πρόγραμμα θανάτου και αυτοκτονίας της οικονομίας της αγοράς;

Είναι καλοπροαίρετη αλλά αφελής η επιθυμία ότι θα μπορούσε η πολιτική να περιορίσει και να αλυσοδέσει τον λύκο του χρήματος. Ένας δραστικός «οικολογικός φόρος» είναι αδύνατος. Διότι το κράτος είναι εθνικό όμως ο ανταγωνισμός είναι διεθνής. Οι οικονομικά αδύνατες χώρες, οι χώρες με λίγο κεφάλαιο, μπορούν, κάτω από τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, να ανταγωνίζονται μόνο μέσω μιας κοινωνικής και οικολογικής υποβάθμισης. Γι’ αυτό η οικολογική ηθικολογία των οικονομικά ισχυρών χωρών απέναντι στον τρίτο κόσμο είναι μια υποκρισία. Το πρόβλημα είναι η ίδια η σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία. Η πολιτική είναι πάντοτε ο συνένοχος του χρήματος, διότι δεν κατέχει κανένα δικό της υλικό μέσο. Και η εξουσία πρέπει να χρηματοδοτηθεί. Γι’ αυτό είναι και οι φαινομενικά ισχυροί εξαρτώμενοι από τη μόνιμα επεκτεινόμενη ανάπτυξη της «αποκομμένης οικονομίας».

Υπάρχει μόνο μια ριζική λύση: η ανθρωπότητα πρέπει να απελευθερωθεί από την κυριαρχία του αυτονομημένου χρήματος. Σίγουρα μια επιστροφή στην προκαπιταλιστική αγροτική κοινωνία δεν είναι ούτε δυνατή ούτε επιθυμητή. Όμως ίσως είναι δυνατόν να υπάρχουν πέραν της «αποκομμένης οικονομίας», άλλες μορφές συνεργασίας και αναπαραγωγής της κοινωνίας, οι οποίες να εγγυούνται όχι μόνο την σωτηρία της φύσης «κληρονομούντας την σαν καλοί οικογενειάρχες βελτιωμένη στις επόμενες γενιές» (Μαρξ: «Το κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 954), και την επιβίωση της ανθρωπότητας, αλλά και την δημιουργία τέτοιων συνθηκών που να αρμόζουν στον Άνθρωπο. Η εύρεση τους αφορά όλους. ακόμη και οι μανδαρίνοι του χρήματος δεν θα γλιτώσουν από την καταστροφή της φύσης. Φαντάζομαι ότι σε ένα όχι μακρινό μέλλον οι τελευταίοι πλούσιοι θα κάθονται στις βεράντες των πολυτελών επαύλεων τους με ασφυξιογόνες μάσκες και θα ρουφούν με καλαμάκια από χρυσές φιάλες το τελευταίο πόσιμο νερό.

Συνοπτικά και συμπερασματικά

Εδώ και δεκαετίες έγινε φανερή ή άμεση σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Η τυφλή παγκόσμια μηχανή της καπιταλιστικής οικονομίας κατανάλωσε όχι μόνο πάρα πολλά απολιθωμένα ενεργειακά υλικά, μέταλλα κλπ σε βάρος των μελλοντικών γενιών, αλλά ρύπανε και κατάστρεψε επίσης σε φοβερά μεγάλο βαθμό τους στοιχειώδεις φυσικούς όρους της ζωής. Το σημερινό δυναμικό του συστήματος εμπορευματοπαραγωγής οδηγεί ολοταχώς σε παγκόσμια καταστροφή. όχι μόνο με την στρατιωτική έννοια ενός πιθανού πυρηνικού πολέμου αλλά επίσης ένεκα της «κανονικής» καθημερινής λειτουργίας της «ωραίας μηχανής» (Adam Smith) που αναπτύχθηκε σε παγκόσμιο σύστημα. Η καταστροφή των δασών, η τρύπα του όζοντος, οι καταστροφικές πλημμύρες και ξηρασίες, η μόλυνση (και η έλλειψη) του νερού, του εδάφους και της ατμόσφαιρας κλπ αποδεικνύουν ότι το μέχρι σήμερα υφιστάμενο και μάλιστα επιταχυνόμενο και ανεμπόδιστο προτσές οικολογικής καταστροφής προκαλείται από την εσωτερική λογική της καπιταλιστικής οικονομίας.

Η λογική της «αφηρημένης εργασίας» και η συνδεδεμένη με αυτήν επιχειρηματική εξωτερίκευση των κόστων (πάνω σε ολόκληρη την κοινωνία, στο μέλλον και ακριβώς επίσης πάνω στη φύση) έκανε τον καπιταλισμό από την αρχή αδιάφορο για τα ποιοτικά περιεχόμενα και για τη  λογική του φυσικού περιβάλλοντος. Στην πορεία της ανάπτυξης του καπιταλισμού, η φύση παραδόθηκε ολικά στην αφηρημένη λογική της επιχειρηματικότητας. Και τούτου διότι η καπιταλιστική οικονομία είναι εξαναγκασμένη σε διαρκή ανάπτυξη αφού ο στόχος της δεν είναι η ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών αλλά το κυνηγητό και η συσσώρευση του αφηρημένου κέρδους ως αυτοσκοπός. Ο ανταγωνισμός οδηγεί αναγκαστικά στην διαρκή μεγέθυνση του και άρα σε μια επιτάχυνση της παραγωγής εμπορευμάτων. Η ροή των υλικών και της ενέργειας αυξάνεται, η μορφή του εμπορεύματος κατακτά όλο και περισσότερα πεδία της ζωής. Ο εξαναγκασμός του καπιταλισμού σε διαρκή ανάπτυξη δεν μπορεί να επηρεαστεί σε καμιά περίπτωση, διότι αναπτυξιακές ρήξεις οδηγούν σε μείωση της ροής εμπορευμάτων, σε ανεργία, μείωση των μισθών και των κερδών και σε απώλεια φόρων. Μια συρρικνούμενη οικονομία απλά δεν είναι καμιά επιλογή σ’ αυτό το σύστημα.

Στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες το προτσές αναπαραγωγής τους διακόπτετο συνήθως από μια ανεξέλεγκτη φυσική δύναμη (ξηρασίες, πλημμύρες, κακές σοδειές, επιδημίες κλπ). Σήμερα αν αυτός ο φραγμός της φύσης εμφανίζεται ως οικολογικό πρόβλημα, δεν το παράγει η ίδια η φύση. Η μόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος, η καταστροφή των βάσεων της ζωής, δεν είναι per se το λογικό επακόλουθο της διεύρυνσης του «προτσές ανταλλαγής της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση» (Το κεφάλαιο, τόμ. πρώτος, σελ. 190) αλλά το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το κοινωνικό προτσές αυτονομήθηκε ως «δεύτερη φύση» και ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Το οικολογικό πρόβλημα σήμερα συνιστά λοιπόν ένα παράγωγο, δευτερογενές επίπεδο της κοινωνικής κρίσης. Το χρήμα ως η κεντρική αρμόδια αρχή διαμεσολάβησης της αφηρημένης κοινωνικότητας αποκλείει να λαμβάνεται υπόψη η υλική πλευρά, η αξία χρήσης των προσφερομένων για πώληση εμπορευμάτων. Το μόνο που ενδιαφέρει το χρήμα είναι η αυτοαξιοποίηση και αυτοαύξηση του χωρίς να το ενδιαφέρουν οι τυχόν επιπτώσεις αυτής της ταυτολογικής, αυτοσκοπικής λογικής της λειτουργίας του.

Υπάρχει μόνο μια ριζική λύση:η ανθρωπότητα πρέπει το συντομότερο να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να πάρει όλα εκείνα τα μέτρα που χρειάζονται για την υπέρβαση της λογικής και του «πολιτισμού»του χρήματος, διαφορετικά θα αυτοκαταστραφεί.

Γενάρης 2008

Σημειώσεις

  1. Όλα τα αποσπάσματα και οι αναφορές από τους τρείς τόμους του Κεφαλαίου και τις Θεωρίες για την Υπεραξία είναι από τις σχετικές εκδόσεις της Σύγχρονης Εποχής. Τα αποσπάσματα και οι αναφορές από τα Grudrisse είναι από την Γερμανική Έκδοση των Απάντων των Μαρξ-Ένγκελς, τόμος 42. (Dietz Verlag Berlin, 1983). Στα σχετικά αποσπάσματα σημειώνονται στην παρένθεση όπου έγινε κατορθωτό, οι αντίστοιχες σελίδες της Ελληνικής Έκδοσης των Grundrisse του Στοχαστή.
  2. Όλα τα κείμενα αντλούν ιδέες από το έργο της Γερμανικης Θεωρητικής Σχολής της Κριτικής της Αξίας (Wertkritik) όπως έχει δημοσιευτεί στα περιοδικά Krisis και Exit! και στα βιβλία των Robert Kurz, Norbert Trenkle, Ernst Lohoff και άλλων. Στις περιπτώσεις που γίνεται ελεύθερη μετάφραση άρθρων αυτό δηλώνεται από την αναφορά στον τίτλο «σύμφωνα με τον Robert Kurz».
el/digital/metonmarx/epixirimatikotita.txt · Last modified: by admin