—
—
Αυτό το ηλεκτρονικό άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Facebook Με τον Μαρξ Πέραν του Μαρξ στις 30/06/16.
Το κράτος και το Λαθρεμπόριο Ανθρώπων
Ότι ισχύει για κάθε εμπόρευμα, και για το χρήμα έτσι κι αλλιώς, δεν ισχύει κατηγορηματικά για τους περισσότερους ανθρώπους. Η ελευθερία επιλογής του χώρου μέσα στον οποίο θέλουν να κινούνται δεν είναι κανένα ανθρώπινο δικαίωμα αλλά δικαίωμα του πολίτη. Και πολίτης είναι μόνο ο υπήκοος κράτους.
Λέγεται: «Χώρα μετανάστευσης δεν σημαίνει ότι μπορεί να έρχεται ο καθένας ανεξέλεγκτα. Σημαίνει καθορισμό ετήσιων ποσοστώσεων, ορίου ηλικίας και είδη επαγγελμάτων. Αυτό που «εμείς» χρειαζόμαστε είναι εργατικές δυνάμεις, οι οποίες πρέπει να είναι καλά εκπαιδευμένες και νεαρής ηλικίας».
Αυτό λοιπόν που έχει σημασία είναι η μετανάστευση να έχει σημείο αναφοράς «τις ανάγκες της αγοράς εργασίας της χώρας» και να έχει στόχο «την αύξηση της ικανότητας επίδοσης και ανταγωνισμού της οικονομίας της χώρας». Οικονομικά αυτό σημαίνει μηδενικά κόστα για την εκπαίδευση του εμπορεύματος εργατική δύναμη και εκμετάλλευση των ικανοτήτων και πλεονεκτημάτων της για την «χώρα μας».
Οι μεν λένε: «δεν χρειαζόμαστε τους αλλοδαπούς». Οι δε λένε: «χρειαζόμαστε πράγματι τους αλλοδαπούς» και έχουν κατά νου τις βρώμικες δουλειές ή την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών ταμείων. Είναι φανερό ότι και για τους μεν και για τους δε, αυτό που έχει σημασία είναι τα ντόπια συμφέροντα, τι χρειάζεται και τι δεν χρειάζεται. Και οι δύο ταυτίζονται με το κράτος και την κοινωνία, μόνο που ερμηνεύουν την τοποθέτησή τους διαφορετικά. Το «εμείς», αντίθετα, προϋποτίθεται και παραμένει αδιαμφισβήτητο και από τους δύο. Όμως, ποιο είναι αυτό το «εμείς»; Από το γεγονός μιας τυπικά ίσης υποταγής κάτω από το μονοπώλιο της εξουσίας και της βίας (κράτος), δεν μπορεί να παραχθεί και να συγκροτηθεί κανένα «εμείς», το οποίο να έχει αντικειμενικό δικαίωμα ύπαρξης.
Το κεφάλαιο δημιούργησε ένα παγκόσμιο σύστημα, το οποίο, αν δεν προστατεύεται από κρατικές δομές στις εκάστοτε περιοχές ισχύς του, θα βυθιζόταν αμέσως στο χάος και τη βαρβαρότητα. Σήμερα όμως, τα κράτη βρίσκονται σε μια διαδικασία διάλυσης. Εκεί όπου η αξιοποίηση του κεφαλαίου γίνεται όλο και λιγότερο κατορθωτή, οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις χώρες τους, όπως εγκαταλείπει κανείς βυθιζόμενα πλοία.
Πρέπει να γίνει παραδεχτό ότι, εν όψει του προτσές της παγκοσμιοποίησης, δεν τίθεται το ερώτημα του αν η μετανάστευση μελλοντικά θα υπάρχει ή αν πρέπει να υπάρχει. Θα συνεχίσει να υπάρχει διότι η κινητοποίηση των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών, του κεφαλαίου και των ανθρώπων είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Όσο αυστηροί και να είναι οι έλεγχοι στα σύνορα, δεν μπορούν να σταματήσουν την μετανάστευση. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι έλεγχοι, δεν ρυθμίζουν τον αριθμό των εισερχομένων μεταναστών αλλά το νομικό καθεστώς τους. Οι συλλήψεις και οι απελάσεις ναι μεν συνιστούν εμπόδιο και εκφοβίζουν, δεν μπορούν όμως να σταματήσουν αντικειμενικές εξελίξεις οι οποιες είναι πιο δυνατές από κάθε ποινικό νόμο, από συρματοπλέγματα, τοίχους και θάλασσες, όλα μαζί.
Τα κόστα της μετανάστευσης, της βοήθειας για την φυγή, αυξάνονται αλματώδικα. Όσο περισσότερο τα κράτη κηρύττουν παράνομους τους ανθρώπους, τόσο πιο εγκληματική γίνεται η βιομηχανία του λαθρεμπορίου, τόσο πιο εγκληματικά στοιχεία εγκαθίστανται σ’ αυτό τον επιχειρηματικό κλάδο. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Όσο πιο κατασταλτικά είναι τα μέτρα των κρατών, τόσο πιο κατασταλτικοί πρέπει να είναι και οι λαθρέμποροι. Και τούτο διότι το κύριο καθήκον των λαθρεμπόρων είναι να μελετούν προσεκτικά, που βρίσκονται πιθανά κενά στα σύνορα, να ακριβοπληρώνουν τους πληροφοριοδότες τους και να πωλούν αυτές τις πληροφορίες, αυτό το “know how”, ως συστατικό στοιχείο της επιχειρηματικής δραστηριότητας τους. Γενικά αυτό ονομάζεται υπηρεσία (service).
Το λαθρεμπόριο ανθρώπων έγινε λοιπόν μια υπηρεσία. Δημιουργήθηκε μια «αγορά του λαθρεμπορίου ανθρώπων» η οποία είναι το άμεσο επακόλουθο της στεγανοποίησης των συνόρων. Διαφορετικά εκφρασμένα: όσο καιρό θα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι – ανεξάρτητα για ποιους λόγους – είναι αναγκασμένοι να περάσουν σύνορα, τα οποία είναι κλειστά γι’ αυτούς, τόσο καιρό θα υπάρχει το φαινόμενο του λαθρεμπορίου ανθρώπων.
Δεν είναι οι λαθρέμποροι που κάνουν παράνομους τους ανθρώπους. Το ότι οι άνθρωποι αναγκάζονται να μπουν λαθραία σε μια χώρα είναι επακόλουθο της κρατικής νομοθεσίας. Είναι το κράτος που παράγει τους λαθρέμπορους. Ούτε είναι οι συμμορίες των λαθρεμπόρων η αιτία της αθλιότητας των προσφύγων και των μεταναστών, απλά αυτοί γεμίζουν ένα κενό της αγοράς. Είναι αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, στην πορεία της οποίας οι ζώνες του πλούτου συρρικνώνονται και οι περιοχές της αθλιότητας επεκτείνονται. Πάνω στη βάση αυτής της αθλιότητας γεννιέται μια αγορά.
Όσο πιο αυστηρά μέτρα λαμβάνονται από ένα κράτος, τόσο πιο ακριβοί γίνονται οι λαθρέμποροι. Επειδή μεγαλώνει το ρίσκο τους. Όταν τα κράτη κατηγορούν τους λαθρέμπορους ότι θέλουν να κερδίζουν από την ανέχεια των ανθρώπων, τότε περιγράφουν τις δικές τους προθέσεις. Τα κράτη θέλουν επίσης να βγάλουν κάτι από επιλεγμένους αιτητές ασύλου και οικονομικούς μετανάστες. Η διαφορά ανάμεσα στα κράτη και στις συμμορίες των λαθρεμπόρων είναι μικρότερη απ’ ότι γενικά νομίζεται. Και οι δύο ενδιαφέρονται για το εμπόριο ανθρώπων, και οι δύο θέλουν την λεία, και οι δύο δεν είναι σεμνότυφοι στις μεθόδους τους. Απλώς ο λαθρέμπορος συμπεριφέρεται ως ένας πονηρός και επιτήδειος κεφαλαιοκράτης, ενώ το κράτος ως ένας αρχιπονηρός και αρχιεπιτήδειος συνολικός κεφαλαιοκράτης.
Τίθεται το ερώτημα: το λαθρεμπόριο ανθρώπων είναι μια βρώμικη επιχείρηση; Ναι, όσο βρώμικη είναι κάθε επιχείρηση, τόσο βρώμικη είναι επίσης και αυτή η επιχείρηση. Τελεία. Θα ήταν σημαντικό να καταλάβει κανείς ότι η επιχείρηση αυτή καθεαυτή, είναι μια βρώμικη μορφή επικοινωνίας. για μερικές δοσοληψίες αυτό κτυπά στο μάτι και είναι ολοφάνερο, για άλλες απωθείται με επιτυχία.
Αν τώρα κάποιος ισχυριστεί ότι εδώ γίνεται εκμετάλλευση μιας κατάστασης ανάγκης και ανέχειας, τότε μπορεί να του λεχθεί ότι η ανάγκη ή η έλλειψη, είναι η προϋπόθεση κάθε συναλλαγής, δηλαδή κάθε ανταλλαγής μέσω της αγοραπωλησίας. Οι οικοδόμος ζει από την ανάγκη των ανθρώπων που δεν έχουν σπίτι, ο δημοσιογράφος από την έλλειψη ειδήσεων του κοινού, ο γιατρός είναι ειδικός για την έλλειψη υγείας, ο λαθρέμπορος είναι ο ειδικός που ικανοποιεί την ανάγκη των ανθρώπων που δεν μπορούν να φθάσουν σ’ ένα ορισμένο τόπο διαμονής, χωρίς τη βοήθεια του. Είναι τόσο φυσιολογικό όσο και βάναυσο. Αλλά αυτή η βαναυσότητα μπορεί να καταργηθεί μόνο όταν παραμεριστεί το σύστημα μέσα στο οποίο ευδοκιμεί. Όταν το κράτος θέλει να καταργήσει τη βαναυσότητα, γίνεται συνήθως πιο βάναυσο. αυτό είναι επακόλουθο της εσωτερικής λογικής του.
Ο λαθρέμπορος μπορεί να είναι καλός ή κακός, όπως ακριβώς ένας οικοδόμος ή ένας γιατρός μπορεί να είναι καλός ή κακός. Το γεγονός ότι ανάμεσα στους λαθρέμπορους ίσως υπάρχουν περισσότεροι κακοί, οφείλεται στην ποινικοποίηση τους. Το ρίσκο τους είναι μεγάλο και θέλουν όπως κάθε «λογικός» επιχειρηματίας να το μετακυλίσει στους πελάτες του, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Το πρόβλημα αυτών των πελατών είναι μόνο ότι, σε αντίθεση με άλλου είδους πελάτες, δεν μπορούν να καταγγείλουν στο δικαστήριο και στους συνδέσμους προστασίας καταναλωτών για ελλειμματική υπηρεσία διότι είναι μη-πολίτες, κρατικά μη αποδεκτοί, είναι μη-άνθρωποι.
Όταν οι αρμόδιες αρχές, συνεπικουρούμενες από τα υποκριτικά δημοκρατικά ΜΜΕ τα οποία δεν θέλουν να φωτίσουν την πολιτικο-οικονομική συνολική συνάφεια αυτών των συνθηκών, μιλούν για την «ασυδοσία και το αδίστακτο των λαθρεμπόρων» και για «κερδοφόρα και αποτρόπαια επιχείρηση» την οποία θέλουν να «καταπολεμήσουν με κάθε μέσο», τότε δεν εννοούν τίποτ’ άλλο από: στεγανά σύνορα. Το «σιδηρούν παραπέτασμα» που κατηγορούσα για δεκαετίες, οφείλει τώρα να λειτουργήσει διαφορετικά. Αυτό που βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη είναι η στρατιωτικοποίηση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, των ΗΠΑ και αλλού. Στην ανάγκη μπορούν να πέσουν και πυροβολισμοί. Και τούτο επειδή όποιος θέλει να έλθει ως εδώ, πρέπει να έχει ένα λόγο ο οποίος να βολεύει «εμάς» και μόνο εμάς.
Παρ’ όλα αυτά, για την τραγική μοίρα των προσφύγων και των μεταναστών υπεύθυνοι θεωρούνται οι λαθρέμποροι (κάτι εντελώς λανθασμένο) και όχι το κράτος (κάτι που θα ήταν εντελώς σωστό). Εδώ έχουμε και πάλιν: το αποτέλεσμα γίνεται αιτία, η φαινομενικότητα γίνεται ουσία.
Φυσικά μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι μια αξίωση για άνοιγμα των συνόρων είναι εντελώς παράλογη και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στον καπιταλισμό. Ακριβώς έτσι είναι. Αλλά τι άλλο σημαίνει αυτό, εκτός από το ότι η κυριαρχία του κεφαλαίου πρέπει – και μάλιστα το συντομότερο – να παραμεριστεί. Αντίθετα κάθε πραγματισμός – που βαφτίζεται «ρεαλισμός – που περιορίζεται και αναλώνεται σε ρυθμίσεις, κανονισμούς και ποσοστώσεις, κάνει διακρίσεις για συγκεκριμένους ανθρώπους στο όνομα του κράτους και του έθνους. Ο πραγματισμός στη μεταναστευτική πολιτική οδηγεί σε συνοριακές φρουρές που κυνηγούν αλλοδαπούς, και σε απελάσεις. Γενικά, πραγματισμός στην πολιτική σημαίνει: να μη κάνω εκείνο που θα ήθελα πολύ ευχαρίστως να κάνω.
Την πραγματικότητα πρέπει να την γνωρίζεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και να την αναγνωρίζεις, δηλαδή να την αποδέχεσε ως έχει, Κάτι τέτοιο θα προσέδιδε στην υπάρχουσα, παροντική πραγματικότητα μια αύρα της αιωνιότητας. Υπηκοότητα, διαβατήριο και σύνορο είναι νεώτερης ημερομηνίας. Μόλις τον 19ο αιώνα μπόρεσαν τελικά να επιβληθούν ως εποικοδόμημα της βασική δομής της καπιταλιστικής οικονομίας. Η έννοια του υπηκόου, του πολίτη του κράτους, έχει νόημα μόνο όταν κάποιοι άλλοι παραμένουν αποκλεισμένοι. Όμως: ο κόσμος που ζει σ’ αυτό τον πλανήτη είναι άνθρωποι. Όχι πολίτες, ιθαγενείς, αλλοδαποί, μετανάστες, αιτητές ασύλου, ξεριζωμένοι, ριζωμένοι κλπ – όχι, εντελώς απλά, άνθρωποι: Homo homini homo (Άνθρωπος του ανθρώπου άνθρωπος).
Η απαίτηση δεν πρέπει να είναι «να ανοίξουν όλα τα σύνορα» αλλά: «να καταργηθούν όλα τα σύνορα».
Φυσικά όσο καιρό υπάρχουν κράτη, θα υπάρχουν νομοθετήματα για την μετανάστατευση. Όμως πρέπει να υπάρχουν κράτη; Και προπαντός: γιατί; Η σκέψη ότι ο άνθρωπος επιτρέπεται να είναι μόνο τότε άνθρωπος, όταν ένα κράτος τον δηλώνει ως πολίτη του, είναι ανυπόφορη, είναι απαίτηση χωρίς προηγούμενο.
Πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες όπου δεν πρέπει κανένας να μεταναστεύει και να ξενιτεύεται, αλλά όλοι να μπορούν να μετακομίζουν όπου θέλουν. όπου η καταγωγή και η προέλευση δεν εξαναγκάζει σε τίποτα και δεν υποδηλώνει τίποτα. όπου δεν θα υπάρχει πλέον το «ανήκω κάπου» το οποίο να προέρχεται από οποιανδήποτε εθνική υπόσταση.
Αυτά δεν μπορούν να γίνουν πραγματικότητα όσο καιρό θα υπάρχει το κράτος και το κεφάλαιο.
Οκτώβρης 2007
—
Σημειώσεις