el:digital:metonmarx:marx_crisis1

Η Μαρξική Θεωρία για τις Κρίσεις Ι (Ηλεκτρονικό Άρθρο)

Ιστορικό Σημείωμα

  • Για αρχεία κειμένου (PDF, ODF) και την δημιουργία συλλογών κειμένων (book creator), χρησιμοποιείστε τις αντίστοιχες επιλογές στο δεξί πλάι της σελίδας κάθε άρθρου.

Αυτό το ηλεκτρονικό άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Facebook Με τον Μαρξ Πέραν του Μαρξ στις 14/07/16.

Περιεχόμενο

Η Μαρξική Θεωρία για τις Κρίσεις Ι

Εισαγωγή

Οι αστοί θεωρητικοί αλλά και πολλοί αριστεροί, ακόμη και μαρξιστές θεωρητικοί προσπαθούν να δυσφημίσουν την θεωρία για τις κρίσεις του Μαρξ ισχυριζόμενοι ότι είναι «επιφανειακή», «αδύνατη θεωρητικά» και εντελώς «ατεκμηρίωτη εμπειρικά». Η συνηθισμένη θέση που παραθέτουν είναι τούτη: η αξία είναι τελικά μια κατηγορία της σφαίρας της κυκλοφορίας της οποίας η σχέση με το ξόδεμα αφηρημένης εργασίας έχει απλώς μόνο τυπικό χαρακτήρα. Έτσι κατασκευάζουν (και αυτό είναι που έχει σημασία γι’ αυτούς) μια συμβατότητα ανάμεσα στη μαρξική θεωρία και στη θετικιστική αστική οικονομολογία.

Η κεντρική επιδίωξη τους είναι να αφαιρέσουν από την μαρξική θεωρία για τις κρίσεις το τελικό επιστημονικό συμπέρασμα της, ότι δηλαδή ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής θα οδηγηθεί στην αυτοκατάρρευση του εξαιτίας της δικής του αντικειμενικής δυναμικής, εξαιτίας των δικών του νόμων. Ύψιστη επιταγή γι’ αυτούς είναι ότι: δεν πρέπει να είναι ότι δεν επιτρέπεται να είναι.

Ισχυρίζονται ότι ο Μαρξ ναι μεν απόδειξε ότι ο κεφαλαιοκαρατικός τρόπος παραγωγής είναι, σύμφωνα με την ουσία του, κρισιακός, όμως κατ’ ουδένα λόγο ότι πρέπει  αναγκαστικά να οδηγηθεί τελικά σε ένα απόλυτο ιστορικό όριο ένεκα της δικής του εσωτερικής δυναμικής. Ισχυρίζονται ότι οι αναφορές του Μαρξ που δείχνουν ολοκάθαρα προς αυτή την κατεύθυνση προέρχονται από μια φάση της κριτικής τους της οικονομίας στην οποία ο Μαρξ δεν ήταν σε θέση ακόμη να διαβλέψει, να διακρίνει και να αδράξει το σύνολο της συνάφειας. Ισχυρίζονται ότι ο Μαρξ δεν ανάπτυξε μια «γενική θεωρία για τις κρίσεις» αλλά αναφερόταν απλά και μόνο σε «παροδικές κρίσεις» μέσα στα πλαίσια ενός ατράνταχτου καπιταλιστικού συνεχούς.

Το γεγονός ότι το μαρξικό έργο παρέμεινε ανολοκλήρωτο – και έπρεπε να παραμείνει – το γεγονός ότι εμφανίζει αντιθέσεις και σε κάποιες πλευρές παρέμεινε αιχμάλωτο της εποχής του, δεν δίδει σε κανένα το δικαίωμα να το ερμηνεύει κατά το δοκούν.

(Σε ένα άλλο άρθρο θα ασχοληθούμε με τον διπλό χαρακτήρα της μαρξικής θεωρίας, με τον «διπλό Μαρξ». Κάτω από την έννοια «διπλός Μαρξ» εννοούμε από την μια πλευρά τον θεωρητικό της καπιταλιστικής ανάπτυξης δηλαδή μιας θετικής θεωρίας που βασίζεται στην οντολογικοποίηση της «αφηρημένης εργασίας» και η οποία μάλιστα θα ήταν κατάλληλη ως οικονομικό-πολιτικό εργαλείο, και από την άλλη πλευρά τον κριτικό της αξίας, του φετιχισμού του εμπορεύματος όπου αποδεικνύει ότι η «αφηρημένη εργασία» είναι η ειδική ιστορική μορφή εκδήλωσης που παίρνει η «ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση» (Το κεφάλαιο, τόμος 1, σελ. 190), στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, όπου αποδεικνύει τον παραλογισμό, την εσωτερική αντιθετικότητα και με αυτό την παροδικότητα της κοινωνίας που «βασίζεται στην ανταλλαχτική αξία» [Grundrisse, σελ. 601 (σ. 538 Ελληνική Έκδοση)]. Και οι δύο πλευρές της μαρξικής σκέψης – οι οποίες δεν διαχωρίζονται καθαρά η μια από την άλλη και όμως βρίσκονται δίπλα-δίπλα χωρίς καμιά διαμεσολάβηση μεταξύ τους – διαπερνούν το σύνολο του θεωρητικού του έργου – όπως και εκείνο του Έγκελς – και δεν μπορούν κατ’ ουδένα λόγο να ταξινομηθούν απλά σε μια ορισμένη περίοδο δημιουργίας, π.χ. «νεαρός Μαρξ» ενάντια στον «ώριμο Μαρξ» όπως κάνουν πολλοί μελετητές του).

Οι ερμηνείες που δίνουν αυτοί οι αστοί και μαρξιστές θεωρητικοί στην μαρξική θεωρία για τις κρίσεις βασίζονται κυρίως σε διαστρεβλώσεις των μαρξικών κειμένων. Με αυτό τον τρόπο υποβαθμίζουν τον Μαρξ όχι μόνο σε θετικιστή οικονομολόγο αλλά επίσης παραβλέπουν συνειδητά και συστηματικά αναφορές στα κείμενα του που δεν «ταιριάζουν» με τις δικές τους ερμηνείες. Έτσι αυτό που παραμένει είναι ένας «Μαρξ» ο οποίος πραγματικά δεν διαφέρει και πολύ από τον Keynes ή είναι τουλάχιστον εντελώς συμβατός με αυτόν.

Θα επιχειρήσουμε να τεκμηριώσουμε τους πιο πάνω ισχυρισμούς μας, τουλάχιστον στα βασικά σημεία, έχοντας αρωγό τον ίδιο τον Μαρξ. Εννοείται ότι εδώ μπορούμε μόνο να σκιαγραφήσουμε μερικές πλευρές της θεωρίας για τις κρίσεις του Μαρξ. Θα αναφερθούμε εκτενέστερα σ’ αυτό το θέμα σε μελλοντικά άρθρα.

Η μαρξική διάγνωση για την κατάρρευση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Ας αρχίσουμε από εκείνα τα αποσπάσματα που υπάρχουν στο υποκεφάλαιο των Grundrisse που φέρει τον τίτλο: «Πάγιο κεφάλαιο και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας. Μηχανές κλπ» [σελ. 590-610 (σ. 529-547 Ελληνική Έκδοση)]. Εκεί ο Μαρξ επιμένει στο ότι η άλυτη καπιταλιστική αντίθεση ανάμεσα στην ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης και των παραγωγικών σχέσεων «πρέπει να καταστρέψει» [Grundrisse, σελ. 602 (σ. 539 Ελληνική Έκδοση)] αυτές τις σχέσεις. Και τούτο επειδή η μόνιμη αντικατάσταση εργατικής δύναμης από το υλικό κεφάλαιο (τεχνολογία κλπ) που προκαλείται αναγκαστικά από τον ανταγωνισμό οδηγεί τελικά στην κατάρρευση το σύστημα της αξιοποίησης της αξίας του οποίου η βάση είναι ακριβώς το μαζικό ξόδεμα εργατικής δύναμης:

«Το κεφάλαιο είναι αυτό καθεαυτό μια αντίθεση σε προτσές (prozessierende Widerspruch): από το ένα μέρος ωθεί τη μείωση του χρόνου εργασίας σε ένα μίνιμουμ και από το άλλο μέρος θέτει το χρόνο εργασίας σαν την μοναδική πηγή και το μοναδικό μέτρο του πλούτου». [Grundrisse, σελ. 601 (σ. 539 Ελληνική Έκδοση)]

Εδώ δεν πρόκειται αποκλειστικά και μόνο για μια γενική περιγραφή της καπιταλιστικής παραγωγικής δύναμης αλλά για την κατάληξή της, για το σημείο στο οποίο η επιστημονικοποίηση του προτσές παραγωγής προκαλεί μια εσωτερική σύγκρουση που δεν μπορεί πλέον να ξεπεραστεί δια μέσου του εξαναγκασμού για αξιοποίηση της αξίας. Και τούτο διότι,

«ο εργάτης βρίσκεται δίπλα στο προτσές παραγωγής αντί να είναι ο κυριότερος συντελεστής του. Σ’ αυτή την ανατροπή εκείνο που εμφανίζεται σαν το μεγάλο υπόβαθρο της παραγωγής και του πλούτου δεν είναι ούτε η άμεση εργασία που πραγματοποιήθηκε από τον εργάτη, ούτε ο χρόνος που εργάζεται, αλλά η ιδιοποίηση από τον άνθρωπο της γενικής παραγωγικής του δύναμης, την κατανόηση από αυτόν της φύσης και της ικανότητας του να την κυριαρχεί αφού συγκροτηθεί σε κοινωνικό σώμα……. Η κλοπή του χρόνου εργασίας του άλλου που πάνω σ’ αυτήν στηρίζεται ο σημερινός πλούτος φαίνεται σαν μια άθλια βάση σε σχέση με τη νέα βάση που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε από την ίδια τη μεγάλη βιομηχανία. Από τη στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή της παύει να είναι η κύρια πηγή πλούτου, τότε ο χρόνος εργασίας παύει και πρέπει να πάψει να είναι το μέτρο του και επομένως η ανταλλαχτική αξία πρέπει να πάψει να είναι το μέτρο της αξίας χρήσης… Από αυτό το γεγονός καταρρέει η παραγωγή που βασίζεται στην ανταλλαχτική αξία…» [Grundrisse, σελ. 601 (σ. 538 Ελληνική Έκδοση)]

Αυτή η θέση του Μαρξ δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρεξήγησης ή διαστρέβλωσης. Ο Μαρξ μπόρεσε με αυτό το πνευματικό πέταγμα αετού να κάνει την επιστημονική του πρόβλεψη – παρ’ όλο που στην εποχή του η παραγωγική δύναμη δεν ήταν ακόμη πολύ αναπτυγμένη – διότι ανάλυσε, ερμήνευσε και κατανόησε την εσωτερική λογική του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Αξιοσημείωτο είναι κυρίως το γεγονός ότι ο Μαρξ εδώ δίνει αποκλειστικά ως αιτία για την τελικά αναπόφευκτη κατάρρευση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής την απόλυτη αποβολή της ζωντανής εργατικής δύναμης, κάτι που δεν σημαίνει τίποτ’ άλλο παρά την συρρίκνωση της συνολικο-κοινωνικά παραχθείσας μάζας της αξίας και του κέρδους.

Ακριβώς αυτό το σημείο είναι που παρέβλεπε πάντοτε ή συζήτηση για τις κρίσεις πολλών μαρξιστών και αντ’ αυτού ήταν εστιασμένη πάνω στο «νόμο της τάσης πτώσης του ποσοστού του κέρδους». Έτσι παρέκαμπταν, χωρίς να το συνειδητοποιούν το πυρηνικό πρόβλημα, εκείνο δηλαδή που οδηγεί στην κατάρρευση. Και τούτο διότι το αποφασιστικό δεν είναι αν το σχετικό μερίδιο του κέρδους ανά επενδυθέν κεφάλαιο μειώνεται όταν η «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου» («Το κεφάλαιο» τόμος 3, σελ. 268) αυξάνεται, δηλαδή η αξιακή σχέση της εργασίας και του σταθερού κεφαλαίου μετατοπίζεται προς όφελος του τελευταίου. διότι δεν υπάρχει καμιά λογική υποχρεωτική αιτία γιατί ένεκα τούτου θα πρέπει να σταματήσει η συσσώρευση του κεφαλαίου όταν στο συνολικό κοινωνικό μέσο όρο (και γι’ αυτόν μιλούμε εδώ) επιτυγχάνεται αντί 10% μόνο 5% ή 1% κέρδος. Η μείωση αυτή μπορεί να συνεχίζεται «μέχρι να σβήσει ο ήλιος» όπως χαρακτηριστικά λέει η Rosa Luxenburg.

Όσο καιρό το χρησιμοποιούμενο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο αυξάνεται γρηγορότερα από ότι μειώνεται το μέσο ποσοστό του κέρδους, το κεφάλαιο ως κοινωνική συνολική σχέση συνεχίζει να επεκτείνεται. Αν όμως, αντίθετα, στην πορεία της εκτεταμένης επιστημονικοποίησης της παραγωγής, μειώνεται ο απόλυτος αριθμός των χρησιμοποιούμενων εργατικών δυνάμεων σε συνολική κοινωνική κλίμακα δηλαδή αν η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης κάνει περιττή σε μεγάλο βαθμό την εργασία, τότε υποσκάπτεται το θεμέλιο του συστήματος αξιοποίησης της αξίας. Με άλλα λόγια: ο χρόνος εργασίας ως βάση του καπιταλιστικού συνολικού προτσές γίνεται περιττός και με αυτό συρρικνώνεται η συνολική κοινωνικά παριστάμενη μάζα αξίας. Για τον Μάρξ ήταν σαφής η βασική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο ατομικό-καπιταλιστικό και το συνολικό-καπιταλιστικό επίπεδο και σ’ αυτό το σημείο επιχειρηματολογεί ολοκάθαρα πάνω στο επίπεδο του συνολικού κεφαλαίου (ή του «κεφαλαίου γενικά» με τα δικά του λόγια).

Ο Μαρξ επιμένει σ’ αυτή την διάγνωση του για την αυτοκατάρρευση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέχρι τέλους – και στο «Κεφάλαιο» το οποίο μερικοί θέλουν να βλέπουν ότι βρίσκεται σε αντίθεση προς τα Grundrisse. Αυτό γίνεται ολοφάνερο στο ακόλουθο απόσπασμα από τον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου» το οποίο παραθέτουμε ολόκληρο ένεκα της κεντρικής σημασίας του:

«Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτοαξιοποίηση του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής, ότι η παραγωγή είναι μόνο παραγωγή για το κεφάλαιο και όχι αντίστροφα, ότι δηλαδή τα μέσα παραγωγής είναι απλά μέσα για μια διαρκώς διευρυνόμενη διαμόρφωση του προτσές της ζωής για την κοινωνία των παραγωγών. Τα όρια, μέσα στα οποία μόνο μπορούν να κινηθούν η διατήρηση και η αξιοποίηση της κεφαλαιακής αξίας οι οποίες βασίζονται στην απαλλοτρίωση και την πτώχευση της μεγάλης μάζας των παραγωγών, τα όρια αυτά βρίσκονται γι’ αυτό διαρκώς σε αντίθεση με τις μεθόδους παραγωγής που είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο για το σκοπό του και που τείνουν προς απεριόριστη αύξηση της παραγωγής, προς την παραγωγή σαν αυτοσκοπό, προς την απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας. Το μέσο – απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας – έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με το περιορισμένο σκοπό της αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Αν λοιπόν ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής είναι ένα μέσο ιστορικής σημασίας για την ανάπτυξη της υλικής παραγωγικής δύναμης και για την δημιουργία της αντίστοιχης σ’ αυτήν παγκόσμιας αγοράς, αποτελεί ταυτόχρονα τη μόνιμη αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτό το ιστορικό του καθήκον και στις αντίστοιχες του κοινωνικές σχέσεις παραγωγής». («Το κεφάλαιο», τόμος τρίτος, σελ. 316).

Εδώ ο Μαρξ προϋποθέτει (αφού είναι ήδη γνωστό) το περιορισμένο του καπιταλιστικού σκοπού παραγωγής και το κατονομάζει σαν ένα στοιχείο της θεμελιακής αυτοαντίθεσης του της οποίας το ξετύλιγμα προκαλεί εκείνα τα όρια και στην πορεία εκείνο το απόλυτο όριο. Εδώ μιλά και πάλιν (όπως ήδη στα Grundrisse) για την «μόνιμη αντίθεση» ανάμεσα στον ανήκοντα στη φύση του καπιταλισμού εξαναγκασμό να αυξάνεται διαρκώς η παραγωγική δύναμη και με αυτό να αποβάλλεται ζωντανή εργατική δύναμη και τον περιορισμένο αυτοσκοπό της παραγωγής της αξιοποίησης της αξίας, η οποία αντίθεση μπορεί να υπάρχει και να λειτουργεί μόνο διαμέσου της διαρκώς διευρυνόμενης κατανάλωσης εργατικής δύναμης.

Από τα πιο πάνω γίνεται σαφές ότι εδώ δεν γίνεται μόνο μια γενική αναφορά στη θεωρία για τις κρίσεις αλλά και για το γεγονός ότι μια «μόνιμη αντίθεση» οδηγεί σε μια τελεσίδικη υπέρβαση, και στην συγκεκριμένη περίπτωση σπρώχνει προς την καταστροφή των κυρίαρχων παραγωγικών σχέσεων. Κάτω από την έννοια «καταστροφή» (Sprengung) των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής δεν εννοείται τίποτ’ άλλο παρά το ότι αυτές φθάνουν στο αντικειμενικό όριο τους δηλαδή δεν μπορούν πλέον να διατηρηθούν και να υπάρχουν. Αυτό συνάγεται επίσης ιδιαίτερα καθαρά και από την πρόταση που προηγείται άμεσα του πιο πάνω αποσπάσματος:

«Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή τείνει πάντα να ξεπεράσει αυτά τα εσωτερικά όρια, τα ξεπερνάει όμως μόνο με μέσα που της αντιτάσσουν εκ νέου και σε πιο τεράστια κλίμακα αυτά τα όρια». («Το κεφάλαιο», τρίτος τόμος, σελ. 316).

Εδώ δεν εννοείται λοιπόν ότι πρόκειται για μια ατελεύτητη αλυσίδα επαναλαμβανόμενων εκρήξεων της αντίθεσης ανάμεσα στην ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης και των παραγωγικών σχέσεων η οποία θα αντιστοιχούσε με μια το ίδιο ατελεύτητη αλυσίδα επακολουθούμενων «μοντέλων συσσώρευσης και ρύθμισης» όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί της θεωρίας της ρύθμισης. Μάλλον κάθε παροδική υπέρβαση της αντίθεσης σημαίνει ταυτόχρονα την αναπαραγωγή της σε ιστορικά υψηλότερο επίπεδο (ή σε «υψηλότερη κλίμακα» όπως συχνά το εκφράζει ο Μαρξ) δηλαδή βρίσκεται σε μια διαρκή όξυνση. Με τα πιο πάνω ναι μεν δεν λέγεται πότε θα φθάσει το σημείο στο οποίο ολοκληρώνεται αυτό το προτσές, λέγεται όμως ότι, αυτό σίγουρα υπάρχει. Γι’ αυτό και δεν είναι επίσης τυχαίο το ότι ο Μαρξ δεν μιλά για «τα όρια» (στον πληθυντικό) αλλά στον ενικό:

«Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο.

Σε τι συνίσταται αυτό το όριο λέει ο Μαρξ ακόμη μια φορά λίγες σελίδες πιο κάτω:

«Μια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που θα λιγόστευε τον απόλυτο αριθμό των εργατών δηλαδή που στην πράξη θα έκανε ικανό όλο το έθνος να πραγματοποιεί σε μικρότερο χρονικό διάστημα την συνολική του παραγωγή θα προκαλούσε επανάσταση γιατί θα άφηνε χωρίς απασχόληση την πλειοψηφία του πληθυσμού. Εδώ φανερώνεται ξανά το ειδικό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής… Το όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι ο πλεονάζων χρόνος των εργατών». («Το κεφάλαιο», τόμος τρίτος, σελ. 333).

Το γεγονός ότι ο Μαρξ δημιουργεί εδώ μια άμεση νομοτελειακή σχέση ανάμεσα σ’ αυτή την ανάπτυξη και μιας (προλεταριακής) επανάστασης (παρόμοια όπως σε εκείνο το ξακουστό απόσπασμα στο 23ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου», σελ. 667-668), οφείλεται στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του, που όμως δεν αλλάζει τίποτα στο οικονομικό περιεχόμενο της θέσης.

Σύγχυση στα ζητήματα της κατάρρευσης προκάλεσε μια αναφορά του Εγκελς λίγες σελίδες παρακάτω. Εκεί υπάρχει ακριβώς το αντίθετο εκείνων που γράφει ο Μαρξ:

«Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής πέφτει εδώ σε μια νέα αντίθεση. Η ιστορική του αποστολή είναι η ανεπιφύλακτη, με γεωμετρική πρόοδο προωθούμενη ανάπτυξη της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας. Δεν μένει όμως πιστός στην αποστολή του αυτή από τη στιγμή που – όπως εδώ – στέκει εμπόδιο στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας. Έτσι αποδείχνει μόνο ακόμη μια φορά ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής πάσχει από γεροντικό μαρασμό και ότι όλο και περισσότερο φαίνεται ότι έφαγε το ψωμί του». («Το κεφάλαιο», τόμος τρίτος, σελ. 332).

Ο Έγκελς ισχυρίζεται εδώ ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής αποδείχνει όλο και περισσότερο ότι «στέκει εμπόδιο» στην ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης και γι’ αυτό θα γινόταν άπιστος στην «ιστορική αποστολή» του. Αν αυτός ο ισχυρισμός ήταν σωστός τότε το ξεδίπλωμα και η ανάπτυξη της αντίθεσης δεν θα σήμαινε την αναπαραγωγή της και όξυνση της σε όλο και υψηλότερο επίπεδο όπως την εννοεί ο Μαρξ.

Έτσι ο Έγκελς δεν μιλά με συνέπεια για μια αναπόφευκτη κατάρρευση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αλλά μάλλον λέει ότι αυτός αποδείχνει ξανά ότι «πάσχει από γεροντικό μαρασμό και ότι όλο και περισσότερο φαίνεται ότι έφαγε το ψωμί του». Αυτό που ακούεται εδώ είναι μια ερμηνεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης όπως αυτή αργότερα, σύμφωνα με τη θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, μετατράπηκε σε μαρξιστική γενική γνώση: σύμφωνα με αυτή τη θεωρία του Λένιν ο καπιταλισμός δεν καταστρέφεται εξαιτίας της δικής του εσωτερικής αντιθετικής δυναμικής αλλά «σαπίζει» διότι αυτή η δυναμική (ένεκα της μονοπωλειοποίησης) μπλοκάρεται (στάλωμα των παραγωγικών δυνάμεων) – ένα μπλοκάρισμα το οποίο πρέπει να ξεπεραστεί μέσω της προλεταριακής επανάστασης. Σε αντίθεση προς την πιο πάνω αναφορά του Έγκελς και τη θεωρία του ιμπρεριαλισμού του Λένιν, ο Μαρξ δεν ξεκινά από ένα στάλωμα των παραγωγικών δυνάμεων αλλά αντίθετα από την ιλιγγιώδη ανάπτυξή τους.

Πάντως ο Έγκελς φαίνεται να αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν ταιριάζει επειδή λέει στην αρχή: «Εδώ ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής πέφτει σε μια νέα αντίθεση». («Το κεφάλαιο», τόμος πρώτος, σελ. 332).

Ωστόσο φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται ότι αυτή η «νέα αντίθεση» δεν μπορεί να υπάρχει απλά ειρηνικά δίπλα στην προηγούμενη αλλά, το αντίθετο, την αρνείται. Υπενθυμίζουμε:

«Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή τείνει πάντα να ξεπεράσει αυτά τα εσωτερικά όρια, τα ξεπερνάει όμως μόνο με μέσα που της αντιτάσσουν εκ νέου και σε πιο τεράστια κλίμακα αυτά τα όρια… Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο». («Το κεφάλαιο», τόμος τρίτος, σελ. 316).

Για τον Μαρξ, τον κριτικό της πολιτικής οικονομίας – όπως λέει ο υπότιτλος του «Κεφαλαίου» – η κρίση είχε μόνιμα μια κεντρική αναλυτική σημασία. Η θεωρία του για τις κρίσεις διαπερνά σαν κόκκινο νήμα όλα τα οικονομικά του κείμενα. Δύο σημεία πρέπει να ξεχωρίσουμε και να αναδείξουμε:

α) Οι οικονομικές κρίσεις δεν αποτελούν για τον Μάρξ ποτέ ένα επιπλέον ζήτημα – το σύνολο της έρευνας του για τη λογική της γένεσης και της αναπαραγωγής του κεφαλαίου είναι ταυτόχρονα επίσης ανάλυση των κρίσεων. Η δυνατότητα της κρίσης αναφέρεται ήδη στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου» με την αναγωγή των προϊόντων (αξιών χρήσης) σε μορφή εκδήλωσης αφηρημένης εργασίας (εμπόρευμα) και το χωρισμό της αγοράς και της πώλησης μέσο του ξεχωρισμού του εμπορεύματος χρήμα. και η ανάπτυξη του κεφαλαίου σημαίνει επίσης πάντα μια σταδιακή ανάπτυξη του εσωτερικού δυναμικού κρίσης αυτής της κοινωνικής σχέσης. Λέει ο Μαρξ:

«Η κρίση στην πρώτη της μορφή είναι η μεταμόρφωση του ίδιου του εμπορεύματος, ο χωρισμός της αγοράς από την πώληση». («Θεωρίες για την υπεραξία», τόμος δεύτερος, σελ. 594). Και αλλού:

«Η κρίση δεν είναι παρά η βίαιη επιβολή της ενότητας φάσεων του προτσές παραγωγής που έχουν αυτότελοποιηθεί η μια από την άλλη» (στο ίδιο, σελ. 593).

Έτσι: η κρίση είναι η αποτυχημένη μεταμόρφωση του κεφαλαίου κατά το συνολικό του προτσές. Είναι μια διαρκής αποδιοργάνωση, μη επικοινωνία ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία. Ο καπιταλισμός φθάνει στα όρια του όταν δεν επιτυγχάνεται πλέον ο χρονικός και χωρικός περιορισμός αυτών των κρίσεων και γίνονται η «κανονική» κοινωνική κατάσταση.

β) Η απασχόληση με τις κυκλικές κρίσεις είναι συνδεδεμένη με την υπόθεση της ύπαρξης ενός απόλυτου ορίου. Οι κυκλικές κρίσεις έχουν πάντοτε μια διπλή σημασία. Από τη μια μεριά, με το να διακόπτουν την πορεία της κοινωνικής αναπαραγωγής, αποτελούν απαραίτητο στοιχείο της ανανέωσης της σχέσης κεφάλαιο. Μόνο αυτές επιτρέπουν μια αποφόρτιση του δυναμικού των αντιθέσεων που συσσωρεύονται ξανά και ξανά, και ανοίγουν έτσι γενικά ένα περιθώριο ανάπτυξης. Ταυτόχρονα όμως σηματοδοτούν στάδια της διαδικασίας προσέγγισης προς το αναπόφευκτο ιστορικό όριο του «τρόπου παραγωγής που βασίζεται στην αξία»[Grundrisse, σελ. 601 (σ. 538 Ελληνική Έκδοση)]: η καπιταλιστική κοινωνία ξεπερνάει κρίσεις πάντοτε μόνο, «με το να προετοιμάζει πιο σύνθετες και πιο βίαιες κρίσεις και μειώνοντας ταυτόχρονα τα μέσα που συμβάλλουν στο να προλάβουν τις κρίσεις», έτσι η προγραμματική διατύπωση ήδη στο «Κομουνιστικό Μανιφέστο» (σελ. 27).

Η μαρξική θεωρία για τις κρίσεις και το παλιό εργατικό κίνημα.

Σήμερα η μαρξιστική σκέψη του εργατικού κινήματος δεν θέλει να γνωρίζει τίποτα απ’ όλα αυτά. Ακόμη και όταν αποδέχεται την δυνατότητα των κρίσεων δεν αποδέχεται το κύριο και ουσιαστικό, ότι δηλαδή θα μπορούσε το κεφάλαιο να έχει ένα εσωτερικό όριο. Παίρνουν από την μαρξική ανάλυση για τις κρίσεις μόνο εκείνο που τους ενισχύει την πίστη για την αιώνια αναγέννηση του κεφαλαίου. Το γεγονός ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη ήταν μόνιμα κρισιακή ανάπτυξη τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν έχει σχέση με το περιορισμένο τούτου του τρόπου παραγωγής αλλά ότι «αποδεικνύει» πόσο λίγο κακό του προξενούν. Θεωρούν ότι οι κρίσεις στον καπιταλισμό ήταν και θα είναι πάντοτε μια βίαιη λύση συσσωρευμένων προβλημάτων και ότι είναι πάντοτε δυνατόν να υπάρξει μια νέα άνοδος πάνω στην συρρικνωμένη βάση – μέχρι να συσσωρευτούν εκ νέου πολλά προβλήματα τα οποία με τη σειρά τους χρειάζονται τη βιαιότητα μιας νέας κρίσης για να ξεπεραστούν. Αυτή η θέση φαίνεται να είναι σύμφωνη με μια αναφορά του Μαρξ στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου». Ας δούμε όμως τι λέει ακριβώς ο Μαρξ:

«Οι κρίσεις είναι πάντα μόνο στιγμιαίες βίαιες λύσεις των υπαρχουσών αντιφάσεων, βίαιες εκρήξεις που αποκαθιστούν για μια στιγμή τη διαταραγμένη ισορροπία» («Το κεφάλαιο» τόμος τρίτος, σελ. 315)

Έτσι μπορεί λοιπόν εύκολα να διαστρεβλώσει κανείς τον Μαρξ: απλά σβήνοντας τις άκακες λέξεις «στιγμιαίες» και «για μια στιγμή».

Το γεγονός ότι σήμερα οι μαρξιστές δεν ξέρουν τι να κάνουν με τη μαρξική θεωρία για τις κρίσεις δεν οφείλεται μόνο στην πίεση για προσαρμογή προς τα δεδομένα της νέας τάξης πραγμάτων. Έχουμε να κάνουμε ταυτόχρονα με το τέλος μιας μακράς παράδοσης. Το γεγονός ότι στη σκέψη του εργατικού κινήματος θεωρείτο αυτονόητο το primat της τάξης και της ταξικής πάλης, ήταν λογικό η θεωρία για την κατάρρευση να παραμείνει πάντοτε ένα ξένο σώμα. Αν η ταξική πάλη αποτελεί την πραγματική ουσία της ιστορίας και το προλεταριάτο έχει την ιστορική αποστολή να τελειώσει με το κεφάλαιο πως μπορεί τότε το κεφάλαιο να αποτύχει εξαιτίας του ίδιου του εαυτού του; Το αληθινό του όριο μπορεί και επιτρέπεται – αντ’ αυτού – να βρίσκεται μόνο στη βούληση και στη δύναμη της εργατικής τάξης.

Δεν ήταν όμως μόνο η θεωρητική εστίαση και το φιξάρισμα πάνω στην ταξική πάλη που εμπόδιζε το βλέμμα να δει την διαλεκτική που υπάρχει ανάμεσα στις κρισιακές ανανεώσεις και της αναπόφευκτης αυτοκαταστροφής του κεφαλαίου. Αυτή η διαλεκτική παρέμεινε εκτός του οπτικού πεδίου κυρίως διότι είχε μόνο μικρή σημασία για την ιστορική εποχή στην οποία μπορούσε να αναφέρεται το εργατικό κίνημα. Η μαρξική θεωρία για την κατάρρευση έχει κατά νου και προϋποθέτει μια σχέση κεφάλαιο η οποία κινείται πάνω στη δική της βάση και έχει ήδη εξαφανίσει κάθε προκαπιταλιστική μορφή αναπαραγωγής. Ο υπαρκτός καπιταλισμός με τον οποίο είχε να κάνει ο Μαρξ στην εποχή του ήταν όμως ακόμη πολύ μακριά από αυτό το επίπεδο ανάπτυξης – άρα και από τον ιστορικό ορίζοντα κρίσης που σκιαγραφείται εννοιακά στα “Grundrisse” και στο «Κεφάλαιο». Στην πραγματικότητα χρειάστηκαν ακόμη πολλές γενιές ανθρώπων μέχρι που το εμπορευματοπαραγωγό σύστημα να μπορέσει να φθάσει επίσης πρακτικά, εμπειρικά στο επίπεδο προβληματισμού που ο Μαρξ συνάγει λογικά.

Στις κοινωνικές συγκρούσεις της περιόδου ανάπτυξης και επιβολής του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος, στην οποία ανήκουν και τα πρώτα ογδόντα χρόνια του 20ου αιώνα, η θεωρία για την κατάρρευση που εμπεριέχεται στην μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας δεν βοηθούσε και δεν ήταν καθόλου κατάλληλη για τον πρακτικό προσανατολισμό της πάλης ούτε μπορούσε να συναγάγει κανείς από αυτήν υποδείξεις για την πρακτική του εργατικού κινήματος. (Η Rosa Luxemburg ήταν εκείνη που εντόπισε αυτό το πρόβλημα και εξέφρασε τις σκέψεις της σ’ ένα κείμενο που φέρει τον τίτλο «Στασιμότητα και πρόοδος του μαρξισμού»  Με τους προβληματισμούς που υπάρχουν σ’ αυτό το κείμενο της θα ασχοληθούμε σ’ ένα μελλοντικό άρθρο).

Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Η μαρξική θεωρία για τις κρίσεις και της αυτοκατάρρευσης του καπιταλισμού πρέπει να θεωρείται ως το πιο επίκαιρο μέρος του συνόλου του έργου του Μαρξ. Σε κανένα άλλο τομέα ο Μαρξ δεν είχε προχωρήσει τόσο πολύ πέραν της εποχής του. Η μαρξική θεωρία θα ζήσει μια αναγέννηση στον 21ο αιώνα αν τα καταφέρουμε να ξεσκεπάσουμε, να απελευθερώσουμε και να κάνουμε εύφορη ακριβώς αυτή την ξεχασμένη θεωρητική γραμμή της μαρξικής σκέψης.

Η σχετική και η απόλυτη αποβολή της ζωντανής εργασίας. (Ο νόμος της τάσης πτώσης του ποσοστού του κέρδους)

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά που πρώτος ο Μαρξ σκιαγράφησε γενικά λογικά το εσωτερικό όριο της κίνησης του κεφαλαίου μπορεί σήμερα να περιγραφεί πολύ πιο παραστατικά και πολύ πιο συγκεκριμένα. Επίσης ο μηχανισμός αναπαραγωγής και κρίσης του κεφαλαίου έχει διαφοροποιηθεί και γι’ αυτό άνοιξε και άλλα επιπλέον επίπεδα αντιθέσεων τα οποία ο Μαρξ μπόρεσε είτε μόνο να τα αγγίξει είτε βρίσκονταν εντελώς έξω από το οπτικό του πεδίο. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να επικαιροποιήσουμε τη θεωρία για τις κρίσεις βασιζόμενοι στη μαρξική μεθοδολογία.

Η μαρξιστική συζήτηση για τις κρίσεις εστιάστηκε και περιορίστηκε κυρίως πάνω στον «νόμο της τάσης πτώσης του ποσοστού του κέρδους» («Το Κεφάλαιο», τόμος τρίτος, σελ. 267-337). Η αλλαγή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η επέκταση του σταθερού μέρους του κεφαλαίου σε βάρος του μεταβλητού αντιμετωπίστηκε ως το άλφα και το ωμέγα της μαρξικής ανάλυσης για τις κρίσεις. Με αυτό όμως τον τρόπο έμεινε έξω από την οπτική κάτι το πολύ ουσιαστικό. Με τον «νόμο της τάσης πτώσης» ο Μαρξ δεν εννοεί κατ’ ουδένα λόγο το απόλυτο όριο του κεφαλαίου. Μάλλον περιγράφει με αυτόν, πως το κεφάλαιο ξεπερνά παροδικά την δομική μιζέρια του και την φέρνει πάνω σε μια κατάλληλη γι’ αυτό ιστορική πορεία.

Η πραγματική αυτοαντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης δεν συνίσταται στο ότι η ζωντανή εργασία που παράγει αξία λιγοστεύει σχετικά δηλαδή σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο. Το κεφάλαιο γίνεται όριο για τον εαυτό του διότι τείνει, ένεκα του ανταγωνισμού, να ελαχιστοποιεί απόλυτα την χρησιμοποίηση ζωντανής εργασίας ενώ ταυτόχρονα η εργασία παραμένει η μοναδική πηγή της παραγωγής αξίας δηλαδή καπιταλιστικού πλούτου. Ή όπως λέει ο Μαρξ:

«Το κεφάλαιο είναι αυτό καθ’ αυτό μια αντίθεση σε προτσές: από το ένα μέρος ωθεί τη μείωση του χρόνου εργασίας σε ένα μίνιμουμ και από το άλλο μέρος θέτει το χρόνο εργασίας σαν την μοναδική πηγή και το μοναδικό μέτρο του πλούτου». [Grundrisse, σελ. 601 (σ. 539 Ελληνική Έκδοση)]

Το κεφάλαιο ξεφεύγει από αυτό το βασικό δίλημμα – πρόβλημα μόνο – και ακριβώς αυτό είναι που περιγράφει ο νόμος της τάσης πτώσης του ποσοστού του κέρδους – όσο καιρό το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο αυξάνεται πιο γρήγορα έτσι που η προοδευτική αποβολή εργατικής δύναμης που χρησιμοποιεί το υπάρχων κεφάλαιο να ισοσταθμίζεται και με αυτό να αυξάνεται απόλυτα η μάζα της ζωντανής εργασίας που μπαίνει στο προτσές αξιοποίησης της αξίας. Δεν ενδιέφερε τον Μαρξ να θέλει να καθορίσει κάποιο μίνιμουμ ποσοστό κέρδους κάτω από το οποίο θα σταματούσε η καπιταλιστική λειτουργία. Η πτώση του ποσοστού του κέρδους μαζί με τις «Αιτίες που αντεπιδρούν» («Το κεφάλαιο», τόμος τρίτος, σελ. 293-304), μάλλον πρέπει να κατανοηθεί ως τίμημα και συνοδευτικό φαινόμενο εκείνης της ιστορικής επεκτατικής κίνησης χωρίς την οποία η σχέση κεφάλαιο δεν μπορεί να επιβιώσει. Οι κυκλικές κρίσεις είναι τελικά παροδικές διακοπές αυτού το προτσές επέκτασης και το κεφάλαιο φθάνει στο απόλυτο όριο του μόνο όταν αυτός ο μηχανισμός ισοστάθμισης αυτοκαταστρέφεται.

Η μοίρα του κεφαλαίου εξαρτάται σε τελευταία ανάλυση από το πόση ζωντανή εργασία μπορεί να απορροφήσει στο εκάστοτε επίπεδο παραγωγικότητας. Η πιο απλή μέθοδος που επιφέρει κατ΄ αρχήν την ισοστάθμιση της μειωμένης χρησιμοποίησης εργασίας ανά προϊόν είναι η εξής: αν σήμερα πέντε εργάτες παράγουν τον ίδιο αριθμό προϊόντων όσο παρήγαγαν προηγούμενα δέκα, πρέπει να διπλασιαστεί η ποσότητα αυτών των προϊόντων για να κρατηθεί σταθερή η χρησιμοποιούμενη μάζα εργασίας και να τριπλασιαστεί για να αυξηθεί 50%. Τίθενται όμως όρια για μια τέτοια καθαρή επέκταση της ποσότητας. Επειδή, ως γνωστό ο σκοπός του κεφαλαίου δεν είναι να παράγει όσο το δυνατόν περισσότερες αξίες χρήσης αλλά, από καπιταλιστικής άποψης έχουν «δικαίωμα ύπαρξης» και «ισχύουν» μόνο εκείνα τα χρήσιμα πράγματα που είναι μορφή υπόστασης της ανταλλακτικής αξίας, τίθεται αναπόφευκτα το ζήτημα της υλοποίησης αυτών των αξιών. Η κατανάλωση της εργατικής τάξης παραμένει πάντα υπό-κατανάλωση σε σχέση με την παραχθείσα μάζα των εμπορευμάτων – αυτή είναι εκ των πραγμάτων η προϋπόθεση, ο όρος ύπαρξης της υπεραξίας και του κέρδους. Όσο πιο υψηλό είναι το ποσοστό της υπεραξίας και μειώνεται το μερίδιο του μεταβλητού κεφαλαίου στην αξία κάθε ξεχωριστού εμπορεύματος τόσο πιο οξυμένη πρέπει να εμφανίζεται στο προσκήνιο αυτή η δυσαναλογία. Το κεφάλαιο ως κοινωνικό συνολικό προτσές δεν μπορεί να απελευθερωθεί από αυτήν την δυσκολία της υλοποίησης της αξίας μόνο με το να επεκτείνεται ποσοτικά στους υπάρχοντες κλάδους. Μια (παροδική) διέξοδος βρίσκεται με το να επαναστατικοποιεί την δική του τεχνολογική βάση και με αυτό τον τρόπο δημιουργεί νέους κλάδους (συμπεριλαμβανομένης και της παραγωγής μέσων παραγωγής) οι οποίοι αφομοιώνουν επιπλέον μαζικά ζωντανή εργασία (θεωρία των «μακρών κυμάτων» του Kontradief και της «δημιουργικής καταστροφής του κεφαλαίου» του Schumpeter).

Εντελώς διαφορετικά είναι όμως τα πράγματα σήμερα με την 3η βιομηχανική επανάσταση. Και τούτο επειδή η μικροηλεκτρονική, ως άμεση εφαρμογή της παραγωγικής δύναμης επιστήμη, δεν έχει σαν κύριο επακόλουθο την δημιουργία νέων σφαιρών τοποθέτησης κεφαλαίου και νέων θέσεων εργασίας. Δρα κυρίως – και αυτό αφορά όλους τους υπάρχοντες βιομηχανικούς κλάδους – ως κατ’ εξοχήν τεχνολογία εξορθολογισμού. Η χρησιμοποίηση επί πλέον εργασίας στην παραγωγή κομπιούτερ, τσιπς κλπ είναι πολύ λιγότερη από τη μάζα εργατικής δύναμης που απελευθερώνεται ένεκα της εκτεταμένης εφαρμογής της μικροηλεκτρονικής. Γι’ αυτό, διαφορετικά απ’ ότι οι προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις, η 3η βιομηχανική επανάσταση δεν μπορεί να επιφέρει καμιά αυτοσυντηρούμενη ώση συσσώρευσης αλλά πολλαπλασιάζει τα δυναμικά της κρίσης που απελευθερώθηκαν με το τέλος του φορντιστικού μπουμ τέλος της δεκαετίας του ’70 αρχές τις δεκαετίας του ’80.

Εν όψει αυτής της εξέλιξης αποκτά εμπειρικό περιεχόμενο η θέση του Μαρξ ότι η επιστημονικοποίηση της παραγωγής έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή του εμπορευματοπαραγωγού συστήματος δηλαδή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Τίθεται στην ιστορική ημερήσια διάταξη η ξακουστή αναφορά του Μαρξ στο Grundrisse που αναφέραμε πιο πάνω:

«Η κλοπή του χρόνου εργασίας του άλλου που πάνω σ’ αυτήν στηρίζεται ο σημερινός πλούτος φαίνεται σαν μια άθλια βάση σε σχέση με τη νέα βάση που αναπτύχθηκε… Όσο η εργασία στην άμεση μορφή της παύει να είναι η κύρια πηγή του πλούτου τότε ο χρόνος εργασίας παύει και πρέπει να πάψει να είναι το μέτρο της αξίας χρήσης……. Από αυτό το γεγονός καταρρέει η παραγωγή που στηρίζεται στην ανταλλαχτική αξία και το άμεσο προτσές της υλικής παραγωγής βρίσκει τον εαυτό του απογυμνωμένο από την μικροπρεπή, μίζερη και ανταγωνιστική μορφή». [Grundrisse, σελ. 601 (σ. 538 Ελληνική Έκδοση)].

Έτσι η ικανότητα επιβίωσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής εξαρτάται σε τελευταία ανάλυση από το αν τα καταφέρνει να ενσωματώνει διαρκώς ικανοποιητική ποσότητα ζωντανής εργασίας στο προτσές παραγωγής αξίας.

Η μορφή της σημερινής κρίσης δεν έχει καμιά σχέση με τις προηγούμενες (κυκλικές) κρίσεις του καπιταλισμού, κρίσεις οι οποίες ξεπερνιούνται με τη συνεχή διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς πράγμα που οδηγούσε στη συνεχή διεύρυνση της παραγωγής και άρα στην αύξηση της χρησιμοποιούμενης ζωντανής εργασίας, πράγμα που με τη σειρά του οδηγούσε σε μια «κανονική» αύξηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου η οποία είχε προηγούμενα σταματήσει. Έτσι έλυε προηγούμενα η σχέση κεφάλαιο την αυτοαντίθεση της. Η σημερινή κρίση – η οποία δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη συσσώρευση – είναι άμεσο επακόλουθο αυτής της εσωτερικής αυτοαντίθεσης της καπιταλιστικής λογικής: η βάση της αξιοποίησης συρρικνώνεται και λειώνει διότι η επιταχυνόμενη ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργατικής δύναμης αντικαθίσταται σε αυξανόμενο βαθμό και απόλυτα από το σταθερό κεφάλαιο (τεχνολογία) και την εφαρμογή της επιστήμης. Έτσι η υπερ-συσσώρευση κεφαλαίου (δηλαδή η ανεπάρκεια επιπλέον δυνατοτήτων τοποθέτησης του σε παραγωγικούς τομείς) πάει μαζί, σ’ αυτή την περίπτωση, κατά παράδοξο τρόπο με ένα αυξανόμενο «πλεόνασμα» σε καπιταλιστικά ικανό να χρησιμοποιηθεί πληθυσμό. Λέει ο Μαρξ:

«Η πληθώρα του κεφαλαίου απορρέει από τις ίδιες συνθήκες που γεννούν ένα σχετικό υπερπληθυσμό……αναπασχόλητο κεφάλαιο από τη μια πλευρά και αναπασχόλητος εργατικός πληθυσμός από την άλλη».(«Το κεφάλαιο», τόμος τρίτος, σελ.317)

Και σε άλλο σημείο:

«Η μείωση [του ποσοστού του κέρδους]είναι σχετική, δεν είναι απόλυτη. Και πράγματι δεν έχει να κάνει τίποτα με το απόλυτο μέγεθος της υπερεργασίας και της εργασίας που μπήκε σε κίνηση» («Το κεφάλαιο», τόμος τρίτος , σελ .274).

Αυτό ισχύει επίσης και στην αντίστροφη κατεύθυνση.

Χρηματοπιστωτική κρίση και πλασματικό κεφάλαιο.

Μια από τις μεγαλύτερες επιδόσεις του Μαρξ είναι το ότι ανάλυσε με μεγάλη σαφήνεια τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον πιστωτικό και χρηματικό τομέα από τη μια μεριά και από την άλλη μεριά της σφαίρας της πραγματικής συσσώρευσης στις βασικές της (και σ’ αυτές ανήκουν επίσης οι κρισιακές) διαμεσολαβήσεις.

Βεβαίως αυτή η ανάλύση – όπως πολλά στο έργο του – παρέμεινε ένας σκελετός και φυσικά δεν μπορούσε να προβλέψει τις μετέπειτα συγκεκριμένες εξελίξεις και θεσμικές διαφοροποιήσεις. Η δύναμη της αποδεικνύεται όμως στο γεγονός ότι και σήμερα ακόμη μας προσφέρει ένα πολύ χρήσιμο ευνοιολογικό εργαλείο για να κατανοήσουμε στον πυρήνα τους τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Είναι επίσης ορθό ότι οι μαρξικές έρευνες για τη σχέση του δανείου και της πραγματικής συσσώρευσης δεν υπάρχουν σε μια ολοκληρωμένη κλειστή συνολική έκθεση (παρ’ όλο που το σημαντικότερο υπάρχει στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου» έστω και αποσπασματικά και διασκορπισμένα σε πολλά κεφάλαια), εντούτοις μπορεί κανείς να τις καταλάβει και να μπει στο εργαστήρι της σκέψης του Μαρξ.

Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι τούτο: η αναγκαστική αυτονόμηση του πιστωτικού και κερδοσκοπικού εποικοδομήματος στην πορεία κάθε κρισιακού προτσές. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι το φούσκωμα, το δάνειο και η κερδοσκοπία θα ήταν η αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων. η αιτία βρίσκεται στο επίπεδο της πραγματικής συσσώρευσης. είναι όμως αναγκαία στοιχεία κάθε κρίσης και μάλιστα από διπλή άποψη: κατ’ αρχή το δάνειο και η κερδοσκοπία εξυπηρετούν την αναβολή του ξεσπάσματος της κρίσης διότι δημιουργεί δυνατότητες τοποθέτησης για το πλεονάζων (δηλαδή υπερσυσσωρευμένο) κεφάλαιο, και ταυτόχρονα δημιουργεί αξιακά ακάλυπτη αγοραστική δύναμη. τελικά όμως αυτό οδηγεί σε μια όξυνση της κρίσης διότι με το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας πραγματοποιείται δια μιας ένα τεράστιο δυναμικό υποτίμησης.

Ο Μαρξ κάνει κατ’ επανάληψη ολοκάθαρη αυτή την συνάφεια. Π.χ. στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Από πρώτη ματιά όλη η κρίση παρουσιάζεται σαν πιστωτική κρίση και χρηματική κρίση. Και πράγματι πρόκειται μόνο για την μετατρεψιμότητα των συναλλαγματικών σε χρήμα. Αυτές όμως οι συναλλαγματικές αντιπροσωπεύουν στο μεγαλύτερο τους μέρος πραγματικές αγορές και πωλήσεις η επέκταση των οποίων σε σημείο που να ξεπερνά κατά πολύ την κοινωνική ανάγκη [καπιταλιστικά νοούμενη], βρίσκεται τελικά στη βάση όλης της κρίσης». («Το κεφάλαιο», τόμος τρίτος, σελ. 617)

Ακόμη πιο καθαρός γίνεται σ’ ένα σχόλιο του για την εμπορική κρίση του 1857 στην “New York Daily Tribune”, σχόλιο το οποίο είναι εκπληκτικά επίκαιρο:

«Όταν η κερδοσκοπία προς το τέλος μιας ορισμένης εμπορικής περιόδου εμφανίζεται ως άμεσος πρόδρομος της κατάρρευσης, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι η ίδια η κερδοσκοπία παρήχθη στις προηγηθείσες φάσεις της περιόδου και γι’ αυτό συνιστά η ίδια ένα αποτέλεσμα και ένα φαινόμενο (accident) και όχι την τελική αιτία και την ουσία (the final cause and the substance). Οι οικονομολόγοι οι οποίοι προσπαθούν να εξηγήσουν τους επαναλαμβανόμενους σπασμούς (spasms) της βιομηχανίας και του εμπορίου με την κερδοσκοπία μοιάζουν με την παλιά σχολή των φιλοσόφων της φύσης η οποία θεωρούσε τον πυρετό ως την πραγματική αιτία όλων των ασθενειών» («Άπαντα Μαρξ-Έγκελς», τόμος 12, σελ. 336).

Αυτές οι τοποθετήσεις του Μαρξ (που υπάρχουν σε πολλά μέρη του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου») μπορεί κανείς να τις κατανοήσει αν κατανοήσει την κεντρική έννοια που χρησιμοποιεί ο ίδιος σ’ αυτή την συνάφεια, την έννοια του πλασματικού κεφαλαίου.

Το πλασματικό κεφάλαιο δεν ταυτίζεται με το τοκοφόρο κεφάλαιο. είναι όμως μια (εννοείται σημαντική) ιδιαίτερη μορφή του. Μια μορφή στην οποία – εντελώς γενικά εκφρασμένο – οι αξιώσεις για ένα ορισμένο ποσό αξίας και των τόκων της δεν καλύπτονται πλέον από την πραγματική κίνηση της αξιοποίησης. Μια κλασική περίπτωση αυτού του φαινομένου είναι το κρατικό δάνειο, επειδή το κράτος, κατά κανόνα, δεν επενδύει το δανεισμένο χρήμα σε έργα της αξιοποίησης του κεφαλαίου αλλά το ξοδεύει για τους καταναλωτικούς του σκοπούς.

«Το ίδιο το κεφάλαιο έχει φαγωθεί, έχει ξοδευτεί από το κράτος. Δεν υπάρχει πια». («Το κεφάλαιο», τόμος τρίτος, σελ. 587).

Και όμως αυτή η ποσότητα αξίας υπάρχει «φανταστικά» στη μορφή των κρατικών ομολόγων τα οποία συνεχίζουν να «αποφέρουν» τόκους μέχρι να έρθει η τελική τους εξόφληση (ή επίσης όχι).

«Το κεφάλαιο, γόνος (τόκος) του οποίου θεωρούνται οι πληρωμές του κράτους παραμένει απατηλό, πλασματικό κεφάλαιο. Όχι μόνο γιατί το ποσό που δόθηκε δανεικό στο κράτος δεν υπάρχει πια καθόλου. Το ποσό αυτό δεν προοριζόταν ποτέ να ξοδευτεί, να επενδυθεί γενικά σαν κεφάλαιο και μόνο με την επένδυση του σαν κεφάλαιο θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια αυτοσυντηρούμενη αξία».

Το ίδιο ισχύει επίσης και για το καταναλωτικό δάνειο, όπως ξεκαθαρίζει ο Μαρξ. Για τον πιστωτή,

«το μέρος των ετήσιων φόρων που του αναλογεί, αποτελεί γι’ αυτόν τόκο του κεφαλαίου του, όπως τόκος είναι για τον τοκογλύφο το μέρος της περιουσίας του άσωτου πελάτη του που περιέρχεται σ’ αυτόν αν και στις δύο περιπτώσεις το χρηματικό ποσό που δόθηκε δανεικό δεν έχει ξοδευτεί σαν κεφάλαιο». («Το κεφάλαιο», τόμος τρίτος, σελ. 587).

Η τρίτη σημαντική μορφή του πλασματικού κεφαλαίου, η κερδοσκοπία με τις μετοχές συμπεριφέρεται κάπως πιο πολύπλοκα («Το κεφάλαιο», τόμος τρίτος, σελ. 589 και αλλού). Εδώ πρέπει να ξεχωρίζουμε ανάμεσα σε εκείνο το μέρος των μετοχών που καλύπτονται από πραγματική κεφαλαιουχική αξία, π.χ. στην υπόσταση των εγκαταστάσεων για την παραγωγή, των αποθηκευμένων εμπορευμάτων, των κτιρίων κλπ. και ένα δεύτερο, το κερδοσκοπικό μέρος το οποίο «καλύπτεται» μόνο από μελλοντικές προσδοκίες – ή επίσης δεν καλύπτεται. Αν η προσδοκούμενη μελλοντική δημιουργία ποσότητας αξίας που αναμένεται στο δάνειο και στην κερδοσκοπία μετοχών επέρχεται, αν δηλαδή λαμβάνει χώρα μια αντίστοιχη πραγματική αξιοποίηση, δεν υπάρχει κανενός είδους πρόβλημα. απλώς το όλο εγχείρημα (δάνειο και κερδοσκοπία) έκανε πράγματι δυνατή μια συσσώρευση σε διευρυνόμενη κλίμακα. Αν όμως οι προσδοκίες για το μέλλον συσσωρεύονται έτσι που ποτέ να μη μπορούν να πραγματοποιηθούν, τότε επέρχεται εκείνη η στιγμή όπου αρχίζει να δημιουργείται επιπλέον ακάλυπτη ρευστότητα (δηλαδή πλασματικό κεφάλαιο) η οποία στιγμή ναι μεν αναβάλλεται, αλλά μόνο με το τίμημα να δημιουργηθεί ένα επιπρόσθετο δυναμικό υποτίμησης και κρίσης το οποίο αργά ή γρήγορα θα υλοποιηθεί.

Αυτός ο μηχανισμός ο οποίος λειτουργεί κατ’ αρχήν τόσο στις κυκλικές όσο και στις δομικές κρίσεις δεν άλλαξε ουσιαστικά από την εποχή του Μαρξ. Ωστόσο αυτό που άλλαξε είναι οι τεράστιες δυνατότητες μιας πολύ μακράς διάρκειας αναβολής της κρίσης, κυρίως εξαιτίας της αποσύνδεσης του χρήματος από το χρυσό και της απορύθμισης των υπερεθνικών χρηματοπιστωτικών αγορών. Αυτό όμως σημαίνει μόνο ότι η αναπόφευκτη τελικά πτώση, που δεν είναι τίποτ’ άλλο από τη βίαιη επαναφορά της εσωτερικής ενότητας του χρηματοπιστωτικού εποικοδομήματος και της πραγματικής συσσώρευσης, πρέπει να είναι ακόμη πιο βίαιη και καταστροφική. Εδώ ισχύει αυτό που διαπιστώνει ο Μαρξ ήδη στα Grudrisse ως ο πιο γενικό καθορισμός της εσωτερικής κρισιακότητας του εμπορευματοπαραγωγού συστήματος:

«Ωστόσο αγορά και πώληση, τα δύο ουσιαστικά στοιχεία της κυκλοφορίας, είναι αδιάφορα το ένα προς το άλλο, είναι χωρισμένες στο χώρο και στο χρόνο, δεν χρειάζεται κατ’ ουδένα λόγο να συμπέσουν. Η αδιαφορία τους μπορεί να προχωρήσει σε στερέωση και φαινομενική αυτονόμηση του ενός απέναντι στο άλλο. Επειδή όμως αυτά τα δύο ουσιαστικά στοιχεία αποτελούν ένα όλο, πρέπει να έρθει μια στιγμή κατά την οποία θα σπάσει η αυτόνομη υπόσταση τους και θα δημιουργηθεί δια μέσου μιας βίαιης έκρηξης η εσωτερική ενότητα. Έτσι βρίσκεται ήδη στον καθορισμό του χρήματος ως ενδιάμεσος, στον χωρισμό της ανταλλαγής σε δύο πράξεις [αγορά και πώληση] το σπέρμα των κρίσεων». [Grundrisse, σελ. 128 (σ. 102 Ελληνική Έκδοση)]

Ο Μαρξ ανάπτυξε στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου» σε συνάρτηση με το πιστωτικό χρήμα την έννοια του πλασματικού κεφαλαίου και επεξεργάστηκε τη σημασία του για τον κρισιακό κύκλο. Η ουσία αυτών των συλλογισμών του είναι η εξής: η σχετική αυτονόμηση των κυκλίσεων του χρηματικού κεφαλαίου και η επιμήκυνση, η προέκταση των αλυσίδων δανείου – και της συσσώρευσης αξιώσεων που πάει μαζί – είναι το επακόλουθο λιγοστών πραγματικών δυνατοτήτων τοποθέτησης (επένδυσης). Το φούσκωμα του χρηματοπιστωτικού εποικοδομήματος θέτει το δρων κεφάλαιο σε θέση να συνεχίζει να συσσωρεύει ακόμη και όταν πέρασε ήδη πραγματικά σ’ ένα στάδιο της υπερπαραγωγής (με την καπιταλιστική έννοια) πράγμα που σημαίνει ότι η παραγωγή και η υλοποίηση της αξίας διακόπηκε ή ακόμη νέκρωσε. Καθώς προχωρεί αυτό το προτσές προσομοίωσης της πραγματικής συσσώρευσης και γεννιούνται αμφιβολίες για το αν οι αναμενόμενες επαναρροές θα πραγματοποιηθούν, τότε αρχίζει ένα τρέξιμο προς το χρήμα και σπάζουν οι αλυσίδες των δανείων. Με τον πανικό ξεκινά μια άμεση συρρίκνωση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων και τότε όλες οι συσσωρευμένες αξιώσεις όπως επίσης και το πραγματικό κεφάλαιο υποτιμούνται.

Στον 19ο αιώνα τόσο οι παράγοντες που επιβράδυναν τις κρίσεις όσο και εκείνοι που τις όξυναν κινούνταν μέσα σε περιορισμένα και στενά όρια. Αυτός ο μηχανισμός παρέμεινε ουσιαστικά ο ίδιος μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70, αρχές της δεκαετίας του ’80 του 20ου αιώνα. Αυτό αποδεικνύεται, ανάμεσα στ’ άλλα, και από το γεγονός ότι η πραγματική συσσώρευση και η αξία των μετοχών αυξάνονται παράλληλα. Όμως στην εποχή της προεδρίας του Reagan στις ΗΠΑ η κερδοσκοπική κίνηση αποσυνδέθηκε από τον συγκυριακό κύκλο και έτσι μετατράπηκε σε πραγματικό κινητήρα της ανάπτυξης ανεξάρτητα από τη συγκυρία.

Η εξέλιξη του Dow Jones τεκμηριώνει πολύ δραστικά την επίπτωση αυτής της αποσύνδεσης. Από τον καιρό της εισαγωγής του, το  1897 αυξάνετο – παραβλέποντας τις παροδικές διακυμάνσεις – αντίστοιχα με την οικονομία των ΗΠΑ. Γι’ αυτό χρειάστηκαν 66 χρόνια μέχρι που ο αμερικανικός δείκτης των μετοχών να αγγίξει για πρώτη φορά το κατώφλι των 1000 μονάδων. Μόλις το 1982 ξεπεράστηκε μόνιμα αυτός ο φραγμός. Στα επόμενα 13 χρόνια τετραπλασίασε την αξία του. Το 1996 σκαρφάλωσε μάλιστα στις 6000 και το 1999 έφθασε τελικά στις 11,000 μονάδες. Μέσα σε 20 χρόνια σημειώνεται δηλαδή μια αύξηση της τάξης των 1100%, ενώ τα επίσημα στοιχεία για την αύξηση του αμερικάνικου ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος για το ίδιο χρονικό διάστημα έφθασε μόλις το 50%.

Με αυτό τον τρόπο το πλασματικό κεφάλαιο απόκτησε μια τέτοια σημασία για το συνολικό οικονομικό προτσές που δεν είχε ποτέ προηγούμενα σε καμιά φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αρχίζει η εποχή του «καπιταλισμού του καζίνο». Το πραγματικό κεφάλαιο με το να έχει στη διάθεσή του μέσω των μετοχών τεράστιες ποσότητες χρηματικού κεφαλαίου και ταυτόχρονα με το να γίνεται η κατοχή μετοχών σε μεγάλο βαθμό η βάση για καταναλωτικά δάνεια, άρχισε να  λειτουργεί η αυτοαύξηση του πλασματικού κεφαλαίου, τόσο από πλευράς ζήτησης όσο και από πλευράς προσφοράς, ως τεράστιο πρόγραμμα «συγκυριακής οικονομικής άνθισης».

Όσο καιρό οι αλυσίδες δανείων διατηρούνται και το χρηματοπιστωτικό εποικοδόμημα συνεχίζει να φουσκώνει, μπορεί να αγοράζονται από τα κερδοσκοπικά κέρδη τόσο είδης πολυτελείας όσο επίσης και μέσα παραγωγής (τεχνολογία) και να δημιουργούνται κέρδη από την χρησιμοποίηση και κατανάλωση παραγωγικής εργασίας. Με αυτό τον τρόπο η προεξόφληση μελλοντικής δημιουργίας αξίας, η οποία βρίσκει στα δάνεια των καπιταλιστικών υποκειμένων (κράτος, επιχειρήσεις, άτομα) τον κινητήρα της, έχει πάρει σήμερα τεράστιες διαστάσεις. Όσο πιο ψηλά οδηγεί η άνοδος τόσο πιο βαθιά φυσικά θα είναι η επακολουθούμενη πτώση.

Η αποσύνδεση του πλασματικού κεφαλαίου από την πραγματική αξιοποίηση της αξίας παραμένει πάντα σχετική, ακόμη και όταν το χρηματοπιστωτικό εποικοδόμημα γίνεται η βάση της πραγματικής οικονομίας, και δεν μπορεί ποτέ να γίνει απόλυτη. Η μη υλοποίηση της υπόσχεσης και προσδοκίας για πραγματική αξιοποίηση πρέπει να οδηγήσει αναγκαστικά στην πτώση ολόκληρου του γιγαντιαίου κερδοσκοπικού εποικοδομήματος. Αυτό σημαίνει ότι το τέλος του καζίνο-καπιταλιστικού μπουμ πρέπει να φέρει στην επιφάνεια σε όλα τα επίπεδα το σύνολο της ανάγκης, της απαίτησης για πραγματική αξιοποίηση το οποίο σωρεύτηκε στις τελευταίες δεκαετίες και θα κάνει ολοφάνερο τα πραγματικά δομικά όρια της αξιοποίησης του κεφαλαίου που μέχρι τώρα αναβάλλονταν.

Η πολιτική δεν μπορεί να εμποδίσει, πόσο μάλλον να σταματήσει την αναμενόμενη υποτίμηση. αυτό που μπορεί να κάνει είναι μόνο να την επιβραδύνει και να επηρεάσει σε κάποιο βαθμό την μορφή πορείας της αξιοποίησης. Τα κερδοσκοπικά κύματα τα οποία περιέγραψε ο Μαρξ, συμπεριφέρονται σήμερα, στον «καζίνο-καπιταλισμό» όπως στην εποχή του. Γι’ αυτό καλό θα ήταν, εν όψει αυτής της προοπτικής, να ξαναδιαβάσουμε αυτό που λέει ο Μαρξ σε σχέση με την εμπορική κρίση του 1857 στην “New York Daily Tribune”:

«Όταν η κερδοσκοπία προς το τέλος μιας ορισμένης εμπορικής περιόδου εμφανίζεται ως άμεσος πρόδρομος της κατάρρευσης, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι η ίδια η κερδοσκοπία παρήχθη στις προηγηθείσες φάσεις της περιόδου και γι’ αυτό συνιστά η ίδια ένα αποτέλεσμα και ένα σύμπτωμα (accident) και όχι την τελική αιτία και την ουσία (the final cause and the substance). Οι οικονομολόγοι οι οποίοι προσπαθούν να εξηγήσουν τους επαναλαμβανόμενους σπασμούς (spasms) της βιομηχανίας και του εμπορίου με την κερδοσκοπία μοιάζουν με την παλιά σχολή των φιλοσόφων της φύσης η οποία θεωρούσε τον πυρετό ως την πραγματική αιτία όλων των ασθενειών».

Οκτώβρης 2007

Σημειώσεις

  1. Όλα τα αποσπάσματα και οι αναφορές από τους τρείς τόμους του Κεφαλαίου και τις Θεωρίες για την Υπεραξία είναι από τις σχετικές εκδόσεις της Σύγχρονης Εποχής. Τα αποσπάσματα και οι αναφορές από τα Grudrisse είναι από την Γερμανική Έκδοση των Απάντων των Μαρξ-Ένγκελς, τόμος 42. (Dietz Verlag Berlin, 1983). Στα σχετικά αποσπάσματα σημειώνονται στην παρένθεση όπου έγινε κατορθωτό, οι αντίστοιχες σελίδες της Ελληνικής Έκδοσης των Grundrisse του Στοχαστή.
  2. Όλα τα κείμενα αντλούν ιδέες από το έργο της Γερμανικης Θεωρητικής Σχολής της Κριτικής της Αξίας (Wertkritik) όπως έχει δημοσιευτεί στα περιοδικά Krisis και Exit! και στα βιβλία των Robert Kurz, Norbert Trenkle, Ernst Lohoff και άλλων. Στις περιπτώσεις που γίνεται ελεύθερη μετάφραση άρθρων αυτό δηλώνεται από την αναφορά στον τίτλο «σύμφωνα με τον Robert Kurz».
el/digital/metonmarx/marx_crisis1.txt · Last modified: by admin