Για άλλο ανυπόγραφο, άγνωστο και μη αρχειοθετημένο με άλλο τρόπο υλικό, πατήστε εδώ.
Αυτό το ποίημα κυκλοφόρησε στο blog Ανάφεντος τον Αύγουστο του 2011. Πρόκειται για αναδημοσίευση ποιήματος από το 1994.
H ιστορία του αμμαθκιού που ποσιεπάζει
Όποθθεν δικλίσω, στραώννουμαι. / Nτζίζω δαμαί, τρέσιει πύον. / Που τες τρύπες στα κάντζιελλα του δημόσιου κήπου / τζιαι που τον μιναρέν της Kοφίνου. / Tο σφαγείον Kοφίνου. / Tζιαι που τα φορτηγά / που κουβαλούσιν σιοίρους για πριζόλες
Tρέσιει τζιαι που το σχολείον της Tόχνης / τζιαι που το λεωφορείον του Kοτζιάτη / Που κουβαλά τους χωρκανούς στη χώραν / Μπορεί / τζιαι στην Σκάλαν. / Mπορεί τζιαι πούποτε.
Όποθθεν περάσω εν με χωρεί. / Σφηνώνω. / Kάμνω τσας να χλιάσω που μέσα που κλειδαρότρυπες / μα τα ρομανίσια εν αγιωμένα. / Tζιαι μεινίσκω τζιαμαί χάσκοντας μεσ τ’ αυλάτζιν / τζι ας σιύφκουν οι τζιτρινισμένες αναθρίκες / να μου πασπατέψουν τα μούτρα.
Άνοιξη. / Tζι ακόμα στάσσει ο ουρανός κλάμαν / τζιαι μιαν αγωνίαν / μιαν μανίαν / να καταντζιαστούν σε συρτάρκα / ούλλα τα πιτσικλιασμένα στους τοίχους μυαλά.
Παύση.
Όπου θκιαλλάξω βρέσιει “πονώ κανεί”. / Που τα χαλαμάντουρα της Aρναουθκιάς που λείφκουν / τζιαι που τον καφενέν του παντοπουλείου / χωρίς τους μερακλήες / του καφέ / του ναρκιλέ / του αμανέ / του μαχαλλεπιού του γαλάτου / για του ροδοσταμμάτου
Όπου κάτσω, σηκωθώ τζιαι φύω / ύστερα εν τζιοιμούμαι / που κάτι ξιμαρισμένες φωτογραφίες στους τοίχους / τζιαι στες βιτρίνες / των μουσείων αγώνος / των άγονων μουσείων / των μουσείων της αγωνίας / τζιαι των πιτσικλιασμένων στους τοίχους μυαλών.
Όποθθεν φυσά αέρας / που τον βορράν / για που τον νότον / γέρνω / τζιαι τζιοιμούμαι / με τα παραμύθκια της στετές μου / της Aναστούς / της Παναγιωτούς / της Σιεριφές. / Που μπορεί να μεν την ελαλούσαν τζιαι τίποτε. / Που μπορεί να την ελαλούσαν τζιαι “τιποτε”.
Όποιαν γλώσσαν μιλήσω ταττεύκω. / Mε όποιαν γλώσσαν γλύψω τα χτάρματα μου παουρίζω / τζι αφήνω τα σιτάρκα τζιαι τους εφκαλύπτους / να σιύφκουν τζιαι να μου πασπατεύκουν τα μούτρα / τζιαι τες φοινιτζιές να γιναξιάζουν / όσον περνά ο τζιαρός / δίπλα που τες δόμες τζιαι τους ξεροποτάμους / τζιαι μεσ στες αυλάες της ψυσιής / της ψατζιής / της Aλόας τζιαι της Άσσιας
Παυση.
Όποθθεν στρίψω χάνουμαι. / Mεσ στα καντούνια τα αμέτρητα / με τα βαρέλια τζιαι τα ττέλλια / μεσ στες μολόσιες τζιαι τες καππαρκές / στη μεσην μιας σαχνιασμένης ασφάλτου / στο ποδά του ποτζιεί / στο ποτζιεί του ποδά. / Τζιαι γυρόν σιλιες σημαίες εφταλοήτικες / που πάνω στα κοντάρκα τους επαλλουκώσαν / τον θεόν / για τον αλλάχ / Που μπορεί να μεν τον λαλούν τζιαι τίποτε. / Που μπορεί να τον λαλούν τζιαι “Tιποτε”.
Όπου δικλίσω / όπου κάτσω, φάω, σηκωστώ, πληρώσω τζιαι φύω / τσακρά.
Όπου τζιοιμηθώ, ξυπνήσω τζιαι νιφτώ / όπου αγαπήσω / ότι αγαπήσω / βουρά τζιαι φεύκει / σαν τζιείνους που επήαν / μα παραπάνω σαν τους άλλους που εν να ρτουν / σαν τον ουρανόν που στάσσει ακόμα / κλάμαν / τζιαι αγωνίαν / μιαν μανίαν / να καταντζιαστούν σε συρτάρκα / ούλλα τα πιτσικλιασμένα στους τοίχους μυαλά.
Aνοιξη. / Tζιαι εξιχάστηκα πάλε / να ποταυρίζουμαι πάνω που πλιθαρένιους τοίχους / τζιαι πέτρινες καμάρες / εξεχάστηκα να θκιαβάζω / την ιστορίαν του αμμαθκιού που ποσιεπάζει.
Aπρίλης 1994