Π.Χ.
Η αγάπη των Κυπραίων για τον τόπο είναι απερίγραπτη.
ΕΚΔΟΧΗ ΠΡΩΤΗ:
Αφού έχουν γεμίσει τις πόλεις με πλατείες, πάρκα, ποδηλατοδρόμους, παιδικές χαρές και ότι άλλο όμορφο μπορούσαν να φανταστούν για μια ανθρώπινη ζωή, ξεκινούν κάθε Τετάρτη και Κυριακή για να χαρούν και την υπόλοιπη Κύπρο, να περπατήσουν μέσα στα δάση και να ζήσουν τις εμπειρίες των προγόνων μας που η ζωή τους βασιζόταν στο κυνήγι και στη συλλογή καρπών. Γυρίζουν το βράδυ κουβαλώντας λαγούς, πέρδικες, μανιτάρια, καραόλους, αγρέλια, τσακρούθκια και ότι άλλο η φύση της Κύπρου προσφέρει γενναιόδωρα στα παιδιά της.
Ποια από τις δύο εκδοχές είναι η πραγματικότητα;
Μα φυσικά η πρώτη εκδοχή.
Ποιος αχρείος τολμά να κάνει τέτοιους υπαινιγμούς για την ανθρωπιά των Κυπραίων;
ΕΚΔΟΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ:
Αφού έχουν γεμίσει τις πόλεις με σπίτια-κλουβιά, εκνευρισμένους οδηγούς σε ουρές από αυτοκίνητα, αφού ισοπεδώνουν κάθε ελεύθερο χώρο για να αξιοποιηθεί από τους “developers”. Αφού τρέχουν σαν τρελοί για να προλάβουν τη δουλειά τους ή για να ψωνίσουν από το καινούριο shopping center. Αφού το σπίτι, η οικογένεια και οι φίλοι δεν μπορούν να λειτουργήσουν σαν κάθαρση από το άχθος της καθημερινής καταπίεσης, κάθε Τετάρτη και Κυριακή ντύνονται τα στρατιωτικά, τις εξαρτήσεις και κουβαλώντας το όπλο-προέκταση του φαλλού τους, πάνε να βιάσουν τα μόνα πλάσματα που δεν μπορούν να τους φέρουν αντίσταση. Πάνε να ξεδώσουν, να νοιώσουν ξανά Άντρες. Επιτέλους να ένας χώρος που μπορούν για μερικές ώρες να είναι κυρίαρχοι.