el:magazines:traino:no_11:jackdaniels

This is an old revision of the document!


ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΑΛΙ JACK DANIELS

Κάποτε στον Όλυμπο παίκτηκε ένα πολύ μεγάλο παιχνίδι. Είχε ακουστεί πως επρόκειτο να γεννηθεί ένα παιδί, που όταν μεγάλωνε, θα γινόταν Πρώτος Άρχοντας της Γης και θα διεκδικούσε τη θέση ενός Θεού.

Τα στοιχήματα έδιναν κι έπαιρναν. Οι περισσότεροι θεοί, ρατσιστές από ανέκαθεν τους, στοιχημάτισαν εκατό προς ένα εναντίον μιας τέτοιας εκδοχής. Οι λίγοι θεοί που στοιχημάτισαν υπέρ, περιφρονήθηκαν απ' τους υπόλοιπους, ενώ εγώ, Θεός τότε άνευ Χαρτοφυλακίου, που προτίμησα να μείνω αμέτοχος, περιφρονήθηκα απ' όλους τους. Κάποια στιγμή, όμως, με πλησίασε μια θεά Αγνώστων Ιδιοτήτων, η οποία μ’ επαρότρυνε να ποντάρω τις λιγοστές μου οικονομίες υπέρ του μέλλοντος Πρώτου Άρχοντα!

“Μα πως είναι ποτέ δυνατόν ένας θνητός να πάρει τη θέση ενός θεού” τη ρώτησα τότε εγώ.

“Έχει ξαναγίνει, εσύ είσαι νέος και δεν το θυμάσαι”, αποκρίθηκε αυτή. “Θα ξαναγίνει τώρα και τα κέρδη μας θά' ναι πολύ μεγάλα, θα δεις”, επέμενε η θεά.

Παρ’ όλα αυτά, εγώ κατόρθωσα να παραμείνω διατακτικός μέχρις ότου με προσκάλεσε στα ιδιαίτερα της δωμάτια. Εκεί, όχι μόνο κατάφερε να με πείσει, αλλά μ’ έκανε να υποσχεθώ πως θα κατέβαινα στη γη σαν πράκτορας της ώστε να βοηθήσω για μια ευνοϊκή έκβαση του αγώνα. Αλλά κ' εγώ με τη σειρά μου, όχι μόνο κατάφερα να ξεδιαλύνω τις ιδιότητες της, αλλά πήρα την υπόσχεση της, πως, όποιο κι’ αν ήταν το αποτέλεσμα του αγώνα, θα με κερνούσε ένα μπουκάλι Jack Daniels (που στη μαύρη αγορά του Ολύμπου κόστιζε περισσότερο απ' όσα είχα οικονομίσει).

Το άλλο πρωί, λοιπόν, ξεκίνησα για το ταξίδι μου στη γη. Μα το σύστημα πλοήγησης των φτερούγων μου παθαίνει βλάβη μικρή μόνο απόσταση απ' τη χώρα του προορισμού μου. Έτσι αναγκάζομαι να προσγειωθώ αγκαλιά μ’ ένα θνητό, που εκείνη την ώρα πετούσε μ’ αλεξίπτωτο, αφού στο νησάκι όπου θα γεννιόταν δεν υπήρχε Πελαργοδρόμιο. Το χειρότερο όμως έμελλε να συμβεί λίγους μήνες αργότερα, όταν οι “γονείς μας” αποφάσισαν να με χωρίσουν απ' τ’ αδελφάκι μου, παραδίδοντας με στη “γιαγιά” για να με μεγαλώσει. Αυτό δεν μπόρεσα να το καταλάβω ποτέ, μα ούτε και να το ξεχάσω, κι’ ας έχουν περάσει τριάντα χρόνια από τότε.

* * *

Τύμπανα και ταμπούρλα στην αρχή. Κι ύστερα φωνές, πολλές φωνές διαδοχικά πιο υστερικές καθώς τα πανιά αναρτιούνται στα κατάρτια υπό τη συνοδεία καλοπροαίρετων θαλασσινών ανέμων. Μετά θεαματικής πομπής (που θα ζήλευε και το καρναβάλλι του Ρίο), εισέρχεται ο Πρώτος Άρχοντας της Γης. Σε λίγο, θα σαλπάρει, αποφασισμένος πια να διεκδικήσει τη θέση του Θεού επί Γήινων Θεμάτων. Για χρόνια τώρα, αυτός ο Θεός αγνοούσε τις εισηγήσεις του Πρώτου Άρχοντα. Όποτε ερχόταν καιρός για αναφορά στον Όλυμπο, αυτός ερμήνευε τα πράγματα σύμφωνα πάντοτε με τα δικά του συμφέροντα.

Τώρα, εκτός απ' τη θέση του Θεού επί γήινων θεμάτων, ο Πρώτος Άρχοντας διεκδικεί και ανασυγκρότηση του πλανητικού συστήματος έτσι ώστε η γη να περνά μέσα από διάφορους χρωματισμούς κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, να μην είναι δηλαδή έτσι ξερά ημέρα και νύκτα. Θέλει λέει, παρεμβολές στο ηλιακό σύστημα που θα δώσουν νέες πινελιές χρώματος. Ο Πρώτος Άρχοντας απαιτεί μωβ ουρανούς!

Ακόμη ένας, λοιπόν, θνητός, φωτισμένος υπό μορφή σωτήρα, παίζεται σαν τ’ άλογα απ' τους Θεούς καθώς επίσης και απ' τους πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες της γης, που είναι και οι μόνοι θνητοί που μπορούν να ποντάρουν κάτι τι. Συνήθως, ποντάρουν σε είδος παρά σε ρευστό, αφού το χρήμα τους δεν συναλλάσσεται στα χρηματιστήρια του Ολύμπου. Εξ’ άλλου, οι θρησκευτικοί ηγέτες πρέπει να κρατήσουν το παιχνίδι τους μυστικό αφού το 93πιβϋη9 αποτελεί ασυδοσίαν επαίσχυντον, τιμωρουμένην υπό αυστηρήν δίαιταν, ίσως και διακοπήν ερωτικών σχέσεων αναλόγως του ποσού (ποιος θα τους τιμωρήσει όμως δεν μας λένε ποτέ).

Εν τω μεταξύ, η γη ολόκληρη έχει γεμίσει με πράκτορες των θεών. Δεν αργεί να διαδοθεί πως αρκετοί θεοί έχουν ποντάρει μέχρι και το σώβρακο τους σ’ αυτό τον αγώνα (παρ’ όλο που δεν συνηθίζουν να φορούν σώβρακο, ή ίσως επειδή δεν φορούν σώβρακο). Ακούεται μάλιστα πως μερικοί απ' αυτούς έχουν κατέβει οι ίδιοι στη γη, μεταμφιεσμένοι βέβαια και έτοιμοι να δώσουν τη δική τους μάχη για το αποτέλεσμα που θ' αυξήσει το κασέ τους (σε γήινη απόδοση: χρήμα κι εξουσία). Η γη πλήττεται από Ολυμπιακά λόμπι!

* * *

Και όχι μόνο! Οι επιβαρύνσεις κάθε κράτους για την προετοιμασία της εκστρατείας του Πρώτου Άρχοντα, φθάνουν στα ύψη. Οι καημένοι οι θνητοί πληρώνουν το στοίχημα χωρίς να το λένε έτσι. Αντί αυτού, λένε άμυνα, Φ.Π.Α., προσφυγικό, οικιστικό, κ.ο.κ. Φυσικά όλα αυτά έχουν τον αντίκτυπο τους σε μια κοινωνία του γελασμάτου, ή εξαιρουμένης και της πολιτικής της πτέρυγας, αφού εξ’ άλλου σ’ αυτή ανήκει και η γιαγιά μου η Αναστασία. Απ' όλα τα επίθετα, το μόνο που της λείπει αυτής της τρελογριάς είναι το Πρώην Αριστερή! Η Αναστασία υπήρξε πάντοτε σκληροπυρηνική Δεξιόφρων Καπιταλίστρια.

Μάλιστα, η γιαγιά μου η Αναστασία. Η οποία τώρα θέλει λέει να με κάνει Πρώτο Άρχοντα. Γ' αυτό λέει, μ’ έχει αναγκάσει να επιστρέφω απ' την Αμερική, που από δικό της λάθος βρέθηκα εκεί κατ’ αρχήν. Όταν ήμουν μικρός, με ρώτησε κάποιος σε ποιο εξωτικό μέρος του κόσμου θα' θελα να ταξιδέψω και εγώ απάντησα, στην Αρκτική. Η γιαγιά, βαρύκοη όπως ήταν, νόμιζε πως είπα Αμερική, και τό' κάνε ευχή να με στείλει εκεί. Τώρα μου λέει πως έχει μεγάλα σχέδια για μένα. Είναι καιρός να αποδώσει καρπούς ο κόπος της να με μεγαλώσει, να με ντύσει, να με μορφώσει, να μ’ ευλογήσει με τις ευχές της να ταξιδέψω όπου θέλω… και να επιστρέφω καραβοκύρης… ή τουλάχιστον γιατρός.

Εκτός από τα σχέδια της για μένα, η γιαγιά Αναστασία έχει και τις δικές της “αυτοκρατορικές” απαιτήσεις, τις οποίες κάνει ξεκάθαρες απ' την αρχή, αυτό να λέγεται. Φυσικά, μ’ έχει υπνωτίσει λίγο καθώς τις απαρριθμεί, διότι, έτσι κι αλλιώς, θα χρειαζόμουν διερμηνέα για να καταλάβω τις περισσότερες της κουβέντες. Μόνο δυο - τρεις προτάσεις μπόρεσα να καταλάβω, κι’ αυτές σίγουρα διαστρεβλωμένες απ' το υποσυνείδητο μου που μου τόχει βγάλει στο σεργιάνι, η τρελόγρια. Τελοσπάντων, θέλει λέει όταν γίνω Πρώτος Άρχοντας, να ξε-ταριχεύσω το Λένιν, αυτό το’ πιασα ολόκληρο. Εγώ ούτε που γνώριζα πως υπήρξε τέτοιος Φαραώ. Τουταγκάμων ήξερα και Ραμσή, αλλά Φαραώ Λένιν πρώτη φορά άκουα.

Η γιαγιά Αναστασία κουνά την αφυδατωμένη της πρόσοψη και κατορθώνω να γλιστρίσω για λίγο απ' την υποβολή των ματιών της. Μέχρι να συνέλθω όμως, η πρόσοψη της γιαγιάς παίρνει τη μορφή μιας καταϊδρωμένης φοράδας που με ψάχνει με το ένα της μάτι.

Τι κακό έκανα εγώ στον Όλυμπο για να μου τύχει τέτοια λαχτάρα! Το χρειαζόμουν όμως πολύ το Jack Daniels εκεί πάνω. Πως αλλιώς θα τά' βγαζα πέρα μ’ όλους εκείνους τους υπναλέους θεούς. Ο ένας το κοντό του, ο άλλος το μακρύ του, ο τρίτος το ψιλό του, όλο καμώματα πανάθεμα τους. Και δεν μπορείς να εμπιστευθείς κανένα τους - ούτε θεό, ούτε ημίθεο, ούτε καν το μυρμηγκάκι που κάνει ορειβασία στα στήθη μιας θεάς γιατί μπορεί αυτό το μυρμηγκάκι, έτσι που το βλέπετε, νάναι ο Θεός Απόλλων που μεταμορφώνεται για κανένα μικροστοιχη ματάκι, έτσι για να περάσει το απόγευμα του δηλαδή. Τόση ανία επικρατεί στον Όλυμπο.

Η γιαγιά Αναστασία συνεχίζει να απαρριθμεί τις απαιτήσεις της κι εγώ περιμένω με υπομονή γιατί ξέρω, πως το χορό δεν μπορεί να το χορέψει μόνη της. Θάρθει η στιγμή που θα το καταλάβει και τότε θάρθει η δική μου σειρά να μιλήσω. Και τότε, άντε να της δώσω να καταλάβει πως για μένα δεν έχει καμιά σημασία το αν γίνω ή αν δεν γίνω Πρώτος Άρχοντας. Ίσως θα πρέπει νά' χω σχοινί έτοιμο να τη δέσω, αν χρειαστεί ακόμη και να τη φιμώσω. Αποκλείεται να καταλάβει η κωλόγρια. Το ξέρω. Πρέπει να γίνει το δικό της. Είμαι ο εγγονός της, της ανήκω τώρα.

“Σκασμός!” Κραυγάζει η Αναστασία κτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα.

Αμέσως εμφανίζεται η πιστή της γραμματέας για να δει αν είναι εντάξει το αφεντικό.

“Ναι, παιδί μου, πήγαινε και κλείσε την πόρτα πίσω σου”, αναγγέλει ευπροσήγορα η γιαγιά. (Νάτην, άμα θέλει ξέρει να μιλά η αλεπού). Κ' αρχίζει πάλι κάτι κραυγές σαν να είχε διαβάσει την τελευταία μου σκέψη.

“Θα κάνεις ότι σου λέω εγώ κέρατά, δε σε ανάγιωσα, δεν σε σπούδασα για να σταθείς στην άκρη και να βλέπεις τα μυξιάρικα κάθε νεόφερτης να μασούν σαν τες κατσέλες τη δόξα που μας ανήκει. Ακούς”;

Παίζει νευρικά με το μπαστούνι της κι εγώ αρχίζω να σκέφτομαι πως δεν θα τό' βαζα πέρα από τις δυνατότητες να το χρησιμοποιήσει απάνω μου. Πώς να ξεφύγω; Πρέπει να στείλω μήνυμα στη Θεά Αγνώστων Ιδιοτήτων να' ρθει να με γλυτώσει από τα χέρια της.

“Απόψε θα σε παρουσιάσω στους συνεργάτες μου κι αύριο θα βάλουμε μπρος την καμπάνια σου. Ακούς; Πήγαινε να ετοιμαστείς”.

Άσ’ την να ξεθυμάνει, λέω από μέσα μου, κι απόψε τα ξαναλέμε. Πού νάξερα πως μέσα σ’ ένα δεκαπεντάλεπτο, το σπίτι της κωλόγριας θα γέμιζε με παντός είδους βλαμμένους. Και πως τα κατάφερε αυτή να αλλάξει εμφάνιση σε δεκαπέντε λεπτά και να παρουσιαστεί σαν μια μαυροφορεμένη, ξερακιανή mamma mia ενός νονού της μαφίας, καθισμένη πάνω σε τελεταίου τύπου μοντέλο αναπηρικής καρέκλας! Απίστευτο.

“Εσύ” μου φωνάζει να την ακολουθήσω καθώς τηλεκατευθύνει το καρρότσι της σαν ζαλισμένη γάτα ανάμεσα στους τρελλούς καλεσμένους της.

“Έλα δω εσύ”, επιμένει όταν σταματώ για να χαιρετήσω μια όμορφη ύπαρξη που σερβίρει ποτά.

“Σκύψε να μην μας ακούσουν. Πάρε αυτό το σκατό απ' τα χέρια μου”. Μου δίνει το τηλεχειριστήριο. “Άλλο κουμπί πατώ κι’ αλλού με παίρνει”, συνεχίζει.

“Απόψε θά' σαι ο συνοδός μου”, μου λέει έπειτα, ρίχνοντας μου μια ματιά γλυκύτερη κι από ζάχαρη. Βρε τη σαγηνεύτρα!

“Εμπρός πάμε”, με διατάσσει ξαφνικά. Κι εγώ σκέφτομαι πως ήρθε η ώρα να βάλω σε εφαρμογή το σχέδιο μου.

Την οδηγώ από δωμάτιο σε δωμάτιο, χαιρετώντας τους πάντες χωρίς να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία σε κανένα τους. Στον κήπο της είναι που θα τα πούμε εμείς οι δυο, αποφασίζω.

“Τί θάλεγες για λίγο φρέσκο αέρα”, εισηγούμαι.

“Όχι έξω. Δε γίνεται”.

Όλα τα μυρίζεται η κωλόγρια. Αυτή τη φορά όμως δεν πρόκειται να την ακούσω.

“Μου χρειάζεται το οξυγόνο, γιαγιά”. (Ξέρω πως της αρέσει να τη φωνάζω “γιαγιά” γι’ αυτό το λέω).

“Έτσι μπράβο, γιε μου. Γιαγιά σου λοιπόν. Και τη γιαγιά σου πρέπει να τη σέβεσαι και να της ακούς ότι σου λέει”.

“Αλλού να τα πουλάς αυτά, Αναστασία”.

Τι ήθελα και το είπα; Τι σεισμός έγινε, τι καταιγίδα, τι ανεμοστρόβιλος! Σηκώστηκε η Αναστασία από την αναπηρική της κ' άρχισε να με κυνηγά με το μπαστούνι της από δωμάτιο σε δωμάτιο.

“Έλα δω βρε ανεπρόκοπε να σου δείξω πως να σέβεσαι τους μεγαλύτερους σου…”. Στριγγλιές η Αναστασία που έφταναν μέχρι τον Όλυμπο! “Πιάστε μου τον να του δείξω εγώ ποια εν η Αναστασία”.

Και στο “εν η Αναστασία” μένει ξερή σαν το άγαλμα, συνειδητοποιώντας ξαφνικά τη μεγάλη της γκάφα. Ξέχασε πως, όταν φουντώσει, ξεχνάει τη γλώσσα που επιβάλλεται από το κόμμα της. Οι καλεσμένοι της σταματούν απότομα τη φλυαρία τους κι’ αρχίζουν να της ρίχνουν λοξές ματιές. Κι ενώ αυτή κρατά ψηλά στον αέρα το μπα- στούνι της, τ’ αφήνει να πέσει, σφικταγκαλιάζοντας ταυτόχρονα τα στήθη της σαν νά' χει πάθει καρδιακό επεισόδιο κ' αρχίζει να βογγά.

“Είδες τι μου έκανες, ανεπρόκοπε”, φωνάζει ενδιάμεσα.

Δυο-τρεις βλαμμένοι κουβαλούν την αναπηρική της καθώς αυτή γέρνει σαν κομμένος κορμός δέντρου απάνω σε δυο τρεις άλλους βλαμμένους. Έτσι σοφίστηκε άλλο ένα τέχνασμα για να τραβήξει αλλού την προσοχή των παρευρισκομένων, που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ήταν στην πλειοψηφία τους ηλίθιοι.

“Ναι, αλλά αυτοί θα σε κάνουν Πρώτο Άρχοντα αύριο” μου λέει αργότερα η Αναστασία.

Το πάρτι τελείωσε και βρίσκεται στο δωμάτιο της όπου αναπαύεται μετά το μικρό περιστατικό. Μ’ είχε φωνάξει για να μου μιλήσει. Μου ζητά να της διηγηθώ ότι έκανα στο παρελθόν, ενόσω σπούδαζα στην Αμερική, όταν ήμουν στο στρατό, κ.ο.κ., έτσι για νάναι σίγουρη πως αν υπάρχει κάτι στο “ποινικό μου μητρώο”, που χρειάζεται διόρθωση να το τακτοποιήσει. Αυτή είναι η δουλειά της άλλωστε. Τακτοποιήτρια, της αρέσει να αυτοαποκαλείται έτσι. Τώρα πως τα κατάφερε να φτάσει μέχρι εδώ είναι μυστήριο άλυτο, ή μάλλον ακατάλυτο αφού στα ογδόντα της συνεχίζει να τυγχάνει του σεβασμού και της υπόληψης κάθε μαλάκα πολιτικού μέχρι τέτοιου βαθμού που αυτός ο ίδιος ο Πρώτος Άρχοντας δεν κάνει βήμα αν δεν περάσει πρώτα να τη δει.

Μήπως δεν είναι αυτή που σκάρωσε και την εκστρατεία του εναντίον του Θεού Επί Γήινων Θεμάτων; Να το ξεφορτωθεί ήθελε. Της έκανε φαίνεται νάζια τελευταίως, πήρε πολύ απάνω του, κι αυτή δεν σηκώνει κάτι τέτοια. Έξω, λοιπόν, αυτός και μέσα εγώ, το απολωλός πρόβατο, το άσωτο παιδί του γιου της του μονάκριβου που επέστρεψε στα πάτρια εδάφη δια να διεκδικήσει την υψηλή του καταγωγή που ’χασε στη ξενιτιά… Και μπλα, μπλα η Αναστασία μέχρι που στο τέλος αυτοϋπνωτίζεται κι αρχίζει το ροχαλητό.

Κι εγώ ακόμη να της πω πως δεν πρόκειται να πάρω κανενός τη θέση γιατί δεν ανήκω σ’ αυτόν τον κόσμο. Ήρθα κι εγώ μεταμφιεσμένος στη γη όπως κι άλλοι θεοί, όλοι για να κερδίσουμε το στοίχημα που παίχτηκε στον Όλυμπο πριν τριάντα χρόνια. Πώς να της το εξηγήσω τώρα αυτό;

* * *

el/magazines/traino/no_11/jackdaniels.1597332538.txt.gz · Last modified: 2020/08/13 15:28 by no_name12